Η ΕΛΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ

Από τις φωτιές , τα αίματα, τα μαρτύρια και τον πεθαμό, πρόβαλλε μισοκαμένη κι ολομάτωτη η λευτεριά της Ελλάδας. Μια χούφτα Έλληνες, οι λίγοι με τουφέκια και σπαθιά, οι πολλοί με τσεκούρια και ρόπαλα, ξεσηκωθήκαν μιαν ανοιξιάτικη μέρα, τα βάλανε με τη πανίσχυρη Τουρκιά που την έτρεμε η Ευρώπη, κι οχτώ χρόνια πολεμώντας αδιάκοπα, αναπόσταγοι, άκαμπτοι, αδάμαστοι νικήσανε το κολοσσό, λευτερώσανε το τόπο. Είναι από τα θαύματα της Ελληνικής Ιστορίας το Ελληνικό του Εικοσιένα!
Μια μέρα τον Αύγουστο του 1830, ένας Φραντζέζος περιηγητής, φορτωμένος το δισάκι του κατέβαινε από τη Τρίπολη στη Καλαμάτα. Ήταν ένας από τους πολλούς που ξεκίνησαν από τη πατρίδα τους, τη λευτερωμένη από τα Μεσαιωνικά δεσμά της Γαλλίας, κι ήρθανε στην Ελλάδα να προσκυνήσουνε τ’ άγιο χώμα της, ελεύθερο από τη Τουρκική σκλαβιά. Περπατούσε και έβλεπε γύρο το τόπο ρημαγμένο, χωριά γκρεμισμένα, μαύρα χαλάσματα, χωράφια χέρσα, δέντρα κομμένα, αμπέλια άσκαφτα, ανθρώπους κουρελιάρηδες, ξυπόλητους, πεινασμένους όμως περήφανους, τα μάτια τους είχανε μια λάμψη, όμοια φεγγοβολή, γιατί μέσα στα αδυνατισμένα κορμιά, λαβωμένα από το πόλεμο, σκεπασμένα με κουρέλια, κρυβόταν η πελώρια Ελληνική ψυχή! Κι όλο έγραφε ο ξένος στο δεφτέρι του το χαλασμό που έβλεπε γύρω και απορούσε πως γινόταν να ζει κανείς στο ρημαγμένο τούτο τόπο που και το χώμα του ακόμα ήτανε μαύρο από τις φωτιές του πολέμου. Μεσημέριαζε που κατηφόρισε στο κάμπο της Μεσσηνίας από τη Τσακώνα. Το καλοκαιρινό λιοπύρι κρεμόταν τρεμουλιαστό και τον τσουρούφλιζε, αχνούλα, αγέρας δε φύσαγε, ο ήλιος από ψηλά σιγόψηνε τον τόπο, άνθρωπος πουθενά μόνο οι σαύρες λιάζονταν στους όχτους ευτυχισμένες, τα ματάκια τους στο εκτυφλωτικό φως άστραφταν σαν διαμαντόπετρες. Ο ξένος έφερε γύρω ματιά αναζητώντας σκιά για να ξαποστάσει, να φυλαχτεί από το μεσημεριανό κάμα που τον έπνιγε. Όμως γύρω δεντράκι δε φαινότανε, όλα τσεκουρεμένα, κομμένα σύριζα από του πολέμου το πέρασμα. Περπάτησε ακόμα λίγο, μα αδύνατο πια να συνεχίσει, το λυοπύρι ήταν αβάσταγο, τα μάτια του θαμπώνανε, το στόμα το ξερό, κατάπικρο, κολυμπούσε στον ιδρώτα, κοντανάσαινε. Πάλι στάθηκε, έβαλε το χέρι αντήλιο, και ξανάφερε γύρω τη θολωμένη ματιά του. Στο βάθος ξαγνάντεψε επιτέλους ένα δέντρο που σημάδευε τον άδεντρο κάμπο. Τράβηξε προς τα κει αποσταμένος, περπάτησε ακόμα λίγο και έφτασε στην ποθούμενη σκιά. Ήταν μια πελώρια τρίκλωνη Ελιά, φαινότανε χιλιόχρονη, το χοντρό κορμί της κουφαλιασμένο, μερμύγκια λαός σεργιανίζανε γύρω του, όμως από τη ξέρα του κορμού τινάζονταν πανύψηλοι κλώνοι και η φυλλωσιά φουντωτή, ασημοπράσινη, ξέχειλη γεροσύνη. Ο ξένος ξεφορτώθηκε το δισάκι του και έγειρε στον παχύ ίσκιο αποσταμένος, σκούπισε τον ιδρώτα, έχυσε νερό στην παλάμη του από μια κολοκύθα, έπλυνε τα μάτια, φύσηξε τη μύτη του, αναδροσίστηκε. Γέμισε την πίπα του χοντροκομμένο καπνό, τον πάτησε με το δάχτυλο, τσακμάκισε την ίσκα, άναψε, ρούφηξε, και συλλογιότανε το ρημαγμένο τόπο. Ύστερα έβγαλε το δεφτέρι κι έγραφε την καταστροφή. Σε λίγο φανερώθηκε ξαφνικά ένας άνθρωπος από τους λίγους του τόπου, ένας γερασμένος πριν της ώρας του, κουρελιάρης, αξούριστος, ξυπόλυτος. Ξαφνιάστηκε που είδε τον ξένο να ξαποσταίνει στη σκιά, ζύγωσε, τον χαιρέτησε. Ο ξένος μίλαγε σπασμένα ελληνικά, χαμογέλασε καλοσυνάτα και τον κάλεσε να καθίσει στη σκιά.

Τούτος δέχτηκε, κάθισε κι αποκρινόταν πρόθυμα στο ξένο που ρωτούσε για τον πόλεμο της λευτεριάς κι έγραφε στο δεφτέρι του.

-Να, του είπε, σ’ αυτή την ελιά, μονάχη στον γύρω τόπο, όπως βλέπεις, ακούμπησε ο Μπραϊμης όταν κατέβαινε από το Μανιάκι με τα φουσάτα του και πήγαινε στην Καλαμάτα με σκοπό να πατήσει τη Μάνη για να σβήσει την επανάσταση. Οι αραπάδες κατηφορίζοντας καίγανε τα χωριά, σκλαβώνανε τους ανθρώπους, όσους δεν πήρανε τα βουνά, σφάζανε τα γιδοπρόβατα, τα βόδια, αρπάζανε τα’ άλογα, τα μουλάρια, σκορπούσανε το χαλασμό και τη τρομάρα. Ήτανε τέτοια η λύσσα τους που βάλανε τσεκούρι στα δέντρα. Μονάχα αυτή η ελιά σώθηκε, τυχερή γιατί ο πασάς κάθισε κάτω από τον ίσκιο της να δροσιστεί από το καλοκαιρινό λιοπύρι. Να, αυτού που είναι η ευγένειά σου, κάθισε ο Μπραϊμης και ακούμπησε στην ελιά. Γύρω του ορθοί οι Φρατζέζοι αλλαξόπιστοι ξεχωρίζανε από τους αραπάδες και ας φορούσανε τουρμπάνια και αράπικες βράκες. Οι υπερέτες φέρανε καφέ και το τσιμπούκι, ο Μπραϊμης έπινε γουλιά, γουλιά το καφέ πασαλίδικα, τραβούσε το τσιμπούκι κι άκουγε τους φραντζέζους να του μιλάνε, πάντα ορθοί, για τα ζητήματα του πολέμου. Οι αραπάδες μπέηδες γύρω ακούγανε και θαυμάζανε το πασά τους που μίλαγε με τους αλλόπιστους φρατζέζους τη γλώσσα τους. Πιο πέρα στέλνονταν οι σωματοφύλακες του πασά, όλοι αραπάδες. Τους έβλεπες και πάγωνε το αίμα σου όπως ήταν άντρες διαλεγμένοι, θεόρατοι, πρώτο μπόι, κατάμαυροι, με χείλια παχιά, κατακόκκινα, τα δόντια τους κάτασπρα μαργαριτάρια, αρματωμένοι σαν αστακοί. Γύρω στο τόπο είχανε σκορπίσει τα αράπικα φουσάτα και γκρεμίζανε τα χωριά, καίγανε τις θεμωνιάς στ’ αλώνια, κόβανε τα δέντρα, τουφεκούσανε τους ανθρώπους που φέυγανε για τα βουνά, φωνές τρομάρας, ουρλιάσματα γυναικών, βλαστήμιες αντρών, συμπλοκές με ξεμεινεμένους Έλληνες που κρατούσαν εδώ και κι για να δώσουν καιρό στα γυναικόπαιδα να φύγουν τα βουνά. Και ο Μπραϊμης μέσα σε τούτο το χαλασμό, ήσυχός στη σκιά τούτης της ελιάς, έπινε τον καφέ του, τραβούσε το τσιμπούκι του, και κουβέντιαζε με τους φρατζέζους και τους μπέηδες μπουλουσκήδες του. Μα ξαφνικά φωνές κοντά τους, οι σωματοφύλακες αναταράχτηκαν, αναδευτίκανε οι γραμμές τους, κάτι γινότανε. Γύρισε ο πασάς το κεφάλι του αργά κατά το μέρος τους και είδε ένα παλικαράκι αμούστακο, Ελληνόπουλο, να τρέχει κατεπάνω του και να κρατά ένα μαχαίρι, η λεπίδα του άστραψε μια στιγμή στον ήλιο. Πετάχτηκε πάνω μα όσο να τον φτάσει το παλικαράκι το πιάσανε οι αραπάδες, του πήραν το μαχαίρι. Ο Μπραϊμης ξανακάθισε θαυμάζοντας, και πρόσταξε βροντερά:
- Μη μπρέ, μη το πειράζετε, εδώ μπροστά μου φέρτε το!
Σε λόγο το Ελληνόπουλο δεμένο τα χέρια πίσω, βρησκόταν μπροστά στον πασά. Ξοπίσω του ένας θεόρατος αράπακας το φύλαγε. Έμοιαζε αγρίμι σκλαβωμένο, τα μάτια του σπιθίζανε, σφυγγότανε να σπάσει τα δεσμά του, να λεφτερωθεί, ολόδρωτο κοντανάσαινε, όμως το κεφάλι ψηλά έβλεπε το πασά περήφανα. Τούτος το κοίταζε και καμάρωνε τις ομορφιές του, ήταν παιδί βεργολύγερο, με ροδοκόκκινα μάγουλα, μεγάλα μάτια, ένα χνουδάκι στόλιζε το πάνω χείλι του, τα μαλλιά του μακριά χύνονταν στη πλάτη του σαν καταράχτης ολόμαυρος, κυματιστός. Ο πασάς χάζεψε να το βλέπει, συλλογιότανε. Το ρώτησε
-Τ’ήθελεςΙ μπρέ το χατζάρι;
-Να σε σφάξω, γιατί ριμάζεις το Γένος μου!
Ο Μπραϊμης χαμογέλασε. Ένα παλιόπαιδο μαθές να σφάξει τον πασά της Αιγύπτου! Έφερε βόλτα το βλέμμα του στους φρατζέζους που τον βλέπανε και τους μίλησε:
-Μπρέ το φίδι! Θα το ντροπιάσω, τίποτ’ άλλο. Ήθελε να φαίνεται στους φρατζέζους μαλακός, πολιτισμένος τάχατε. Πρόσταξε τον αράπακα που φύλαγε το παλικαράκι:
-Άντε μπρέ, γδύστο, δω μπροστά σ’ όλους τους μπέηδες και τους κομαντάδες και δώσ΄του με το κουρμπάτσι όσο να ζητήσει το έλεός μου! Άπλωσε χέρι ο αράπακας να γδύσει το παλικαράκι. Τούτο πετάχτηκε κάτω σαν αγρίμι και του χύθηκε να τον σκίσει με τα δόντια, μα ο αράπης δυνατότερος και όπως το Ελληνόπουλο ήταν δεμένο το δυνάστεψε, έσκισε πλατειά λουρίδα από την πουκαμίσα του. Προβάλανε λέυτερα, κάτασπρα, στητά παρθενικά στήθια! Το παλικαράκι ήταν κορίτσι! Ούρλιαζε η παρθένα ντροπιασμένη, κυλίστηκε κάτω να κομματιαστεί, να πεθάνει μονάχη, άφριζε, τα μάτια της ολοκόκκινα, αγριεμένα έβλεπε τον πασά και τον φοβέριζε, τον έβριζε. Τούτος κατάπληχτος έβλεπε τα κάτασπρα παρθενικά στήθη που χόρευαν όπως το κορίτσι κυλιότανε, και πετάγονταν πάνω να χυθεί σ’ όλους που το βλέπανε με ορθάνοιχτα μάτια. Άναψε ο πόθος του. Συλλογίστηκε τη παρθένα πλάι του να χαίρεται πρώτος της μυστικές ομορφιές της, το αίμα του κύλισε καυτό στις φλέβες. Πρόσταξε τον αράπακα.
-Στάσου μπρέ, άφησέ τη, άφησέ τη, μη τη γδύνεις, μόνο κράτα τη γερά. Ετσι γίνικε. Το κορίτσι βουτιώτανε να κρύψει τ α στήθια του. Ο Μπραίμης του γλυκομίλησε, παίνεψε τη παλικαριά του, τα νιάτα του, την ομορφιά του, κι απόσωσε:
-Κρίμα, κρίμα να χαθούνε τόσα νιάτα, τόσες ομορφιές, έλα, έλα να μείνεις στο χαρέμι, μεγάλη τύχη σε περιμένει. Δε πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του και η Ελληνοπούλα χύθηκε θεριό κατά πάνω του. Προφτάσανε οι αραπάδες και τη κρατήσανε γερά, όμως κατάφερε να φτύσει τον Μπραϊμη κατάμουτρα. Τούτος ολοκόκκινος στράφηκε στους φραζτέζους :
-Είδατε; Δε φταίω.
Και έγνεψε του αράπακα να τη κρεμάσει. Τούτος πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του κοριτσιού και το κρέμασε στην ελιά, μπροστά στον πασά, τους μπέηδες και τους φρατζέζους. Τραμπάλισε το παρθενικό κορμί ανάερο, σπάραξε λίγο κι ύστερα ισιώθηκε άτονο. Μόνο τα μάτια πεταμένα έξω από τις φωλιές, βλέπανε αγριεμένα τον Μπραϊμη και τον φοβερίζανε σαν να του λέγανε:
-Έτσι καταχτιέται η λευτεριά !
Τούτος συλλογισμένος έπινε τις στερνές γουλιές του καφέ του. Από τότε, συνέχισε ο Έλληνας να λέει του φρατζέζου περιηγητή, αυτή η ελιά που ακουμπάει στο κορμί της η ευγένειά σου, ονοματίστηκε από το λαό :Ελιά του Μπραϊμη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη