ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: ΤΡΟΦΗ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ...

  • Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.
  • Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!
  • Η αγάπη κι η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού.
  • Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες.
  • Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις.
  • Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
  • Ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη.
  • Ποιος μπορεί να τα βάλει με το σεισμό, με τη φωτιά, με τα νιάτα;
  • Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.
  • Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιες, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ‘ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!
  • Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός.
  • Σαν το κρασί ’ναι κι ο Χριστός. Όμοια ανοίγει κι αυτός την καρδιά των ανθρώπων και μπαίνει ο κόσμος όλος. Όμοια θ’ ανοίξει και την Παράδεισο να μπουν οι αμαρτωλοί.
  • Ο Χριστός δεν κάθεται από τα σύννεφα, σε θρόνο, όχι. Παλεύει απάνω στα χώματα, πονάει κι αυτός, αδικιέται κι αυτός και πεινάει και σταυρώνεται μαζί μας.
  • Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός, μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του, σαν να ’ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα ν’ αγγίξει την καρδιά μας. Και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας.
  • Ο χριστιανισμός, στιγματίζοντας ως αμαρτία την ένωση αντρός και γυναικός, τη μόλεψε, κι ενώ πρωτύτερα ήταν άγια πράξη, χαρούμενη υποταγή στο θέλημα του Θεού, κατάντησε στην περίτρομη ψυχή του χριστιανού αμαρτία. Ένα μήλο κόκκινο ήταν πριν από το Χριστό ο έρωτας. Ήρθε ο Χριστός, κι ένα σκουλήκι μπήκε μέσα στο μήλο και το τρώει.
  • Ακριβή πραμάτεια η λευτεριά.
  • Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
  • Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!
  • Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος.
  • Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!
  • Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.
  • Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…
  • Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.
  • Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.
  • Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.
  • Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός.
  • Μωρέ δεν είναι κρίμα κι άδικο να μη βαστάει χίλια χρόνια η νιότη του ανθρώπου! Μπας και φοβήθηκε ο Θεός μην του πάρουμε το θρόνο, και σιγά σιγά, μπαμπέσικα, μας ξαρματώνει – μας βγάζει τα δόντια, μας ξεκλειδώνει τα γόνατα, μας τσακίζει τα νεφρά, μας θολώνει τα μάτια, και τρέχουν τα ρουθούνια και τα χείλια μας μύξες και σάλια; Δε με νοιάζει ο θάνατος, δε με νοιάζει, θεόψυχά μου, ας με φάει μια και καλή το βόλι. Μα αυτό το σιγανό ξεγιβέντισμα, όχι, δεν υπογράφω!
  • Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;
  • Μια φορά στην Αραπιά ήταν ένα παμπόνηρος βασιλιάς. Κάθε πρωί, πριν ξημερώσει, μάζευε τους σκλάβους και δεν τους άφηνε να πιάσουν δουλειά προτού να διατάξει τον ήλιο ν’ ανατείλει. Ένας γερο-σοφός τον ζύγωσε μια μέρα και του κάνει:
  • -Δεν ξέρεις πως ο ήλιος δεν περιμένει τη διαταγή σου;
  • -Το ξέρω, γερο-σοφέ, το ξέρω. Μα τι Θεός, δε μου λες, θα ‘ταν αν δεν μπορούσε να γίνει όργανό μου;
  • “Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου”.
  • Ο Νίκος Καζαντζάκης θυμάται την πρώτη του επίσκεψη στο δημοτικό σχολείο: Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
  • Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
  • -Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
  • Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
  • -Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου
  • -Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
  • -Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
  • -Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
  • Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη.
  • Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει.
  • Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!
  • Ερχόμαστε απο μία σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
  • Η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη - στη γης ετούτη βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά.
  • Αγωνιζόμαστε για τα άφταστα, και γι' αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο.
  • Καλή 'ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;
  • Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, ειμαι λεύτερος.
  • Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά.
  • Ζούμε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, το ενδιάμεσο φωτεινό σημείο το λέμε ζωή.
  • Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμαι ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος...
  • Ο Νίτσε με δίδαξε...πως δεν πρέπει ποτέ να ‘χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος...Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία
  • Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
  • Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.
  • Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
  • Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου."
  • Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!" ….
  • Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος.
  • Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
  • Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου. Κι ακόμα, για να μπορούν –σκοπός ανώτατος– να υπερασπίσουν το άστυ.
  • Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ’ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
  • Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται· μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη· η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα, ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνια κι αντρεία.
  • Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο·το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
  • Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.
  • Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
  • Όταν πολεμάς για τη λευτεριά […] είσαι κιόλας λεύτερος.
  • Να πολεμάς για μιαν υπόθεση που την ξέρεις χαμένη, αυτός είναι ο μόνος αγώνας που στέκει στον περήφανον άντρα.
  • Όσο βγαίνεις από τον ίσιο δρόμο, τόσο ο πειρασμός είναι γλυκότερος κι οι υποσχέσεις πιο μεγάλες. Ο κίντυνος να χαθούμε αυξαίνει, μα ο κύκλος της εμπειρίας μας φαρδαίνει, κι η ελπίδα μας να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας μεγαλώνει. Δεν είναι αυτό τάχα που πεθυμάει η ζωή, αυτή η τυχοδιώκτισσα;
  • Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
  • Είναι λαοί κι ανθρώποι που φωνάζουν το Θεό με την προσευκή και με τα κλάματα· ή με την εγκαρτέρηση και τη φρόνιμη απαντοχή· ή με βλαστήμιες· οι Κρητικοί με το τουφέκι.
  • Από το "ο Χριστός ξανασταυρώνεται": Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ο Αγάς τον απάνω κόσμο· όλα τα ’καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει: αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα· αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή· αν νυστάξεις, έχει κάμει ο Θεός τον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα· αν θυμώσεις έχει κάμει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά· αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάμει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι.
  • Θεός θα πει να κυνηγάς θεό στον αδειανόν αγέρα!
  • Ω πολυφίλητο κορμί, το πιο κρουφό ’σαι μονοπάτι.
  • Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!
  • Ο Νεοέλληνας αγαπάει τη ζωή, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής, κολακεύει σα βυζαντινός τον ανώτερο, τυραννεί σαν αγάς τον κατώτερο και συνάμα μπορεί να σκοτωθεί για το φιλότιμο. Είναι έξυπνος κι άβαθος, χωρίς μεταφυσική αγωνία, και συνάμα, όταν αρχίσει να τραγουδάει μια πίκρα παγκόσμια πετιέται από τ’ ανατολίτικα σωθικά του, σπάζει την κρούστα της ελληνικής λογικής κι ανεβαίνει από τα σπλάχνα του, όλο μυστήριο και σκοτάδι, η Ανατολή.
  • Μην πάθετε ό,τι λεν για να κοροϊδέψουν τους φιλόμαθους, λεπτολόγους Γερμανούς: Αν δουν δυο πόρτες και στη μια είναι γραμμένο: «Παράδεισος» και στην άλλη: «Διάλεξη περί Παραδείσου», όλοι θα τρέξουν στη δεύτερη πόρτα.
  • Η αγάπη δεν μπορεί τη θύμηση να σβήσει.

Πιστεύω σ’ ένα Θεό, Ακρίτα Διγενή, στρατευόμενο, πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ’ ακρότατα σύνορα, στρατηγό, αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δύναμες, τις ορατές και τις αόρατες.
Πιστεύω στ’ αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την άπαυτη ροή του την ακατάλυτη ενότητα.
Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα του που δαμάζει και καρπίζει την ύλη ―τη ζωοδόχα πηγή φυτών, ζώων κι ανθρώπων.
Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο.
Βοήθεια! κράζεις, Κύριε. Βοήθεια! κράζεις, Κύριε, κι ακούω.
Μέσα μου οι πρόγονοι κι απόγονοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή σου.
Μακάριοι όσοι ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν, Κύριε, και λεν: Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε.
Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν: Εγώ και συ είμαστε ένα.
Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:
Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!





Νίκος Καζαντζάκης
Ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες πεζογράφους, του οποίου το ανήσυχο πνεύμα και οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις προκάλεσαν την οργή της εκκλησίας. Το 1953 η Εκκλησία ζητά την δίωξη του Καζαντζάκη, πριν καν εκδοθεί ο «Τελευταίος Πειρασμός». Ο Πάπας συμπεριλαμβάνει τον Τελευταίο Πειρασμό στο Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απαντά: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ»
Ο αφορισμός του Καζαντζάκη δεν ίσχυσε ποτέ στην πραγματικότητα, αφού δεν είχε υπογραφεί, όπως απαιτείται, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τα έργα του Καζαντζάκη γνωρίζουν ακόμα και σήμερα τεράστια επιτυχία, όμως οι αντιδράσεις τις εκκλησίας δεν έλειψαν με τον θάνατο του συγγραφέα. Τα έργα του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο «Τελευταίος Πειρασμός» δεν προβάλλονται στην ελληνική τηλεόραση, ενώ όλοι θυμόμαστε τα έκτροπα του εξαγριωμένου όχλου έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες που έπαιζαν την ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη