Η καλλιέργεια σταφίδας (1850 -1950)


Με την σταφίδα οι πρόγονοί μας πάλεψαν και έζησαν και γλυκές, μα και πικρές στιγμές στη ζωή τους. Ήταν κυριολεκτικά δεμένη η ζωή τους μ' αυτή την καλλιέργεια, μ' αυτό το μικρό φυτό. Κι όχι μόνο γιατί ήταν σπουδαίο και σημαντικό σε οικονομική σημασία, αλλά και γιατί ήθελε πολλή δουλειά, πολύ πάλεμα, ώστε όλο σχεδόν τον χρόνο ο σταφιδοπαραγωγός να βρίσκεται μέσα στη σταφίδα (στο χτήμα).
Η σταφιδοπαραγωγή είναι παλιά Πελοποννησιακή καλλιέργεια, που άλλοτε αυξανόταν και άλλοτε ελαττωνόταν από τα Βυζαντινά χρόνια. Συστηματικά όμως καλλιεργήθηκε στην περιφέρειά μας μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό και κυρίως από το 1850. Δεν έγιναν και πάλι όλα μονομιάς τα σταφιδάμπελα. Πρέπει να τοποθετήσουμε την ανάπτυξη της σταφιδοκαλιέργειας στον τόπο μας από το 1850 - 1880 περίπου. Τότε ψηφίστηκαν και διάφοροι νόμοι και ιδρύθηκαν διάφορα ιδρύματα που είχαν σχέση με την καλλιέργεια και το εμπόριο της σταφίδας. Κατά το 1900 περίπου ολοκληρώνεται η σταφιδοφύτεψη του κάμπου μας, το εισόδημα των οικογενειών ανεβαίνει και συντελεί στην γενικότερη ανάπτυξη του τόπου.
Η Δουλειά της σταφίδας, εκτός από κάτι ψιλοδουλειές που γίνονταν νωρίτερα (ξελάκκωμα, πρωτοφουρκάδιασμα, γράνες κλπ), άρχιζε από τον Γενάρη περίπου με το κλάδεμα. Μετά το κλάδεμα ακολουθούσε το μάζεμα και η μεταφορά των κληματοβεργών σε δεμάτια, που χρειάζονταν για τη φωτιά ( μαγείρεμα, πλύσιμο, φούρνισμα κλπ). Μετά απ' αυτό γινόταν το κανονικό φουρκάδιασμα και το δέσιμο των κουτσουριών, οι καταβολάδες, ξελακώματα κλπ. Κατά τις αρχές του Μάρτη, που φαίνονταν τα πρώτα μπουμπούκια, άρχιζε το σκάψιμο - το κουτρούλιασμα. Το σκάψιμο ήταν βαριά, σπουδαία και δαπανηρή εργασία. Δεν την έκανε ο κάθε χτηματίας, παρά μόνο οι φτωχοί κι εκείνοι που είχαν μόνο λίγα στρέμματα σταφίδα. Οι άλλοι έπαιρναν εργάτες, ντόπιους και ξένους.
Μετά το σκάψιμο, ακολουθούσε το σκάλισμα και ταυτόχρονα στη διάρκεια της άνοιξης γίνονταν τα ραντίσματα, τα θειαφίσματα και το χαράκωμα, με την κοιλιά κάτω από κάθε κλήμα.
Το μεγάλο όμως πανηγύρι της σταφίδας γινόταν το καλοκαίρι. Κατά τα τέλη Ιουλίου, ήταν σχεδόν έτοιμος ο καρπός για τον τρύγο. Οι σταφιδοπαραγωγοί ετοίμαζαν - έξυναν - πρώτα τα αλώνια τους για να στρωθεί σταφύλι - σταφύλι, η σταφίδα. Περνούσαν με σβουνιά το αλώνι και έμπηγαν και τα παλούκια για τα πανιά για το ενδεχόμενο της βροχής, που δεν ήταν και σπάνιο.
Κι όταν ερχόταν η ευλογημένη ώρα του τρυγητού, κατά το θέρος - τρύγος - πόλεμος, όλοι, μικροί και μεγάλοι, πρωί - πρωί στο πόδι ξεχύνονταν στον κάμπο. Η δουλειά δεν ήταν πολύ βαριά, αλλά το λιοπύρι το Αυγουστιάτικο την έκανε δύσκολη. Μαντιλοδεμένες και με μεγάλες ψάθες στα κεφάλια τους οι γυναίκες, γέμιζαν με σταφύλια τις κόφες, τις φορτώνονταν στους ώμους και τις έφερναν στα αλώνια. Οι δυσκολίες και η κούραση διασκεδάζονταν με τραγούδια, με διάφορα αστεία, με πειράγματα και χαχανίσματα και προ παντός με καλό φαγητό και κρασί.
Τα σταφύλια απλώνονταν να ξεραθούν για οχτώ μέρες. Μετά το οκταήμερο γινόταν το τρίψιμο της σταφίδας. Εκείνες τις μέρες, λόγω των πολλών εργασιών αλλά και για την φύλαξη του καρπού, η οικογένεια εγκαθίστατο στο χτήμα: στρωσίδια, τσουκάλια, πυροστιές, μπουγέλα, σκύλοι και γίδες μετακόμιζαν πλάι στο αλώνι, στην καλύβα, που για κάμποσες μέρες γινόταν το κανονικό σπίτι της οικογένειας.
Οι δρόμοι την νύχτα ήταν γεμάτη με ανθρώπους που πήγαιναν κι έρχονταν, άλλοι πεζοί, άλλοι επάνω στα γαϊδούρια και τ' άλογα, άλλοι τραγουδώντας κι άλλοι βουβοί και σκεφτικοί. Μέσα στης νύχτας το πηχτό σκοτάδι, στις λυγαριές, στις καλαμιές, στα σφεντάμια και στους άλλους θάμνους του Μεσσηνιακού κάμπου, περπατούσαν όλοι άφοβα ως και τα παιδιά. Οι μεγάλοι πολλές φορές "κοντράρονταν" με τους απέναντί τους με μια "καλησπέρα" ή ένα "εεεπ", χωρίς καλά - καλά να αναγνωρίζουν ποιος ήταν ο συναπαντητής τους. Τόσο πολύ είχαν ημερέψει τότε τα χτήματα και τα στρατώνια.
Πολλοί Μεροπαίοι τα χρόνια εκείνα, πήγαιναν πρώτα στο καφενείο, έπαιζαν το "σκαμπίλι" ή την "πρέφα" τους και μετά ξεκινούσαν να πάνε να κοιμηθούν στο αλώνι, στη σταφίδα τους.
Μεγάλη και αξέχαστη χαρά για τα παιδιά ήταν ο βραδινός ύπνος στο αλώνι, γιατί κυλιόντουσαν και παίζανε αχόρταγα πάνω στα στρωσίδια: σαίσματα, λιναρόπανα, κουβέρτες και παπλώματα και, απαραίτητα, τις αχυρογεμισμένες μακρουλές προσκεφαλάδες. Όταν έρχονταν η ώρα του ύπνου, ξαπλωμένα όπως ήταν, βάλλονταν να μετρήσουν τα αστέρια του ουρανού, ώσπου κουράζονταν κι άφηναν το βλέμμα τους άπραγο να περιεργάζεται τα γεμάτα μυστήριο νεφελώματα του "Ιορδάνη ποταμού" κι έτσι τα έπαιρνε ο ύπνος.
Λίγες μέρες μετά το τρίψιμο, φορτωνόταν ο καρπός στα γαϊδούρια και στα άλογα, και κουβαλιόταν στην αποθήκη του σπιτιού. Ήταν μεγάλη η ικανοποίηση και η χαρά όταν η σοδειά ήταν καλή, γιατί απ' αυτή θα πληρώνονταν οι Συνεταιρισμοί, η Τράπεζα, όλες οι οφειλόμενες και μελλοντικές ανάγκες της οικογένειας, οι σπουδές, τα βιβλία, τα ρούχα και τα παπούτσια των παιδιών. Και τέλος, θα ικανοποιούνταν όλες οι χαρές μικρών και μεγάλων, που είχε αναλάβει, πολύ επίκαιρα, να τις "θεραπεύσει" τότε το Μελιγαλαίϊκο πανηγύρι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη