Μεσσηνιακά παραμύθια (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)

Τι έπαθ’ ένας κακός παππάς (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)
Καθ’ υπαγόρευση Ελένης Γαλάνη γεννηθείσα το 1858

Ήταν ένας παππάς κ’ ερωτευότανε μια γειτόνισσα, εκείνη δίχως να ‘ς γνώση ότι την αγαπάει ο παππάς. Από τις πολλές φορές εκατάλαβε κ’ εκείν’ η γυναίκα. Το λέει του άντρα της, « τούτο και τούτο μου κάνει ο παππάς». Της λέει, «δος του πλάνο και θαν τόνε διορθώσω ‘γω τον παππά», της λέει. Μια μέρα λέει ο άντρας εκείνης της γυναίκας ότι εγώ θα φύγω, θα πάου στα ξένα, του λέει «παππά μου εγώ θα φύγω κ’ εσύ να τηράς εδώ τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, το σπίτι μου - του λέει εκείνος – να πας κ’ εγώ… είναι δική μου δουλειά, θα τους υποστηρίξω ίσιαμ’ εκεί που δεν παίρνει». Εσηκώθηκε ο άνθρωπος και φεύγει και της λέει, «να ‘χεις το νού σου, γιατ’ εγώ θα ‘ρθω απόψε».
Πιάνει ο καλός σου παππάς μια χήνα και τη στέλνει στη γυναίκα να φαν το βράδυ. Την έσφαξε η γυναίκα τη χήνα, έφτιασε ψωμί, να φάνε με τον παππά. Επήγ’ εκεί ο παππάς το βράδυ. Αλλά κείνει είχε σκοπό και τον χαησομέραε τον παππά. Εκείνος της έλεγε «φέρε να φάμε», εκείνη τόλεγε «δεν έγιν’ ακόμα το φαί» κ’ εκουβεντιάζανε. Από τα πολλά εφάγανε ψωμί. «Φέρε να πλαγιάσουμε» της λέει. Τον εχαησομέραε ‘κείνη να ‘ρθει ο άντρας της. Του λέει, «ξέρεις παππά, άμα κοιμόμαστε, τα βγάνουμε τα σκουτιά μας, γδενόμαστε, γδύσου του είπε – και πέσε στο στρώμα και τώρα θα ‘ρθω κ’ εγώ να πλαγιάσουμε». Γδύθ’ ο παππάς κ’ έπεσε στα σκουτιά κ’ επερίμενε να πάει και η νοικοκυρά. Εκεί που περίμενε κ’ εκουβεντιάζανε, λόγον το λόγο χτυπά η πόρτα, βροντάει ο άντρας της. «Άνοιξε», της λέει.
Ο παππάς τότε δεν επρόκανε να ντυθεί, «τι να κάμω;» της είπε. «Να σε βάλω μέσα στην κοφίνα», του λέει. Μπήκε μέσ’ στην κοφίνα ο παππάς, μπήκε ο νοικοκύρης μέσα, «φέρε να φάμε», της λέει της γυναίκας του. Εφάγανε καλά καλά. Έφαγε από κείνη την έρημη χήνα και ήπιε καλά από το κρασί δύο χρονώνε τριώνε ο νοικοκύρης. Λέει• «μωρ’ γυναίκα δο μου εκείνο το κουμούρι να σκορπίσω την κοφίνα». Επιανόταν ο παππάς απουπάνου. «Μεσ’ στην κορφή θαν της δώκω να την κάμω σμπαράλια». Έπεφτε κάτου ο παππάς τότενες. «Μες στη μέση - , λέει -, θαν της δώκω, γιατί δεν εγιόμισε ποτέ γέννημα και της έχω ινάτι». Και τον ετιμώρισε τον παππά αρκετή ώρα ο νοικοκύρης. Της λέει της γυναίκας του, «ετοίμασε δυό δαυλιά και άνοιξέ μου την πόρτα, γιατί θα την πιάσω ναν τη λιανίσω την κοφίνα». Επήραν από ‘να δαυλί εκείνος και η γυναίκα του και ανοίγουν την πόρτα. Πετάγετ’ ο παππάς σα σφάρδακλας γδυμνός και τόνε στρώνουνε κοντά με τα δαυλιά. Και φωνάζει εκείνος – εκεί και λέει, «εδώτ’ ένας βρουκόλακας» κ’ επετάχτηκε το χωριό και τα σκυλιά και τόνε στρώνανε κοντά με τα δαυλιά και τόνε τιμωράγαν ούλη τη νύχτα.
Καμμιά φορά ο κόσμος εκάλιασε πια και τον απαρατήκανε. Και δεν ήξερε που να πάει ο παππάς. Να πήγαινε στην παπαδιά του, δεν είχε μούτρα, ήτανε γδυμνός. Παίρνει και πάει σε νιά καλόγρια – είχ’ ένα κελί. «Καλόγρια – της λέει – ε, καλόγρια!». «Ορίστε! Τι ώρα είναι;» του λέει. «Ήμουνα σ’ ένα γλέντι και παραώρισα… δεν πας στην παπαδιά μου να της μιλήσεις, γιατί επήγα και δεν άκουσε ν’ ανοίξει». Πήρε και η καλόγρια η κακομοίρα κ’ επήγε στην παπαδιά και της μιλάει, « παπαδιά μου, ε, παπαδιά μου!», «Ορίστε», της είπε ‘κείνη. «Γιατί δεν ανοίγεις του παππά σου να ‘ρθεί μέσα, κάνει κρύο και σου μίλησε και δεν άκουσες, άνοιξε να μπει μέσα ο παππάς σου». «Καλόγριά μου, τον παππά μου τον έχω στην αγκαλιά μου, είδες κανά βρουκόλακα – της λέει – και σου κουβεντιάζει;». ήταν ο άντρας της αλληνής που έβαλε τα ράσα του παππά και ξεγέλασε την παππαδιά. Έκαμ’ έτσι και η καλόγρια, τον τηράει… «μπουμπουού, είπε, συφορά μου, ένας βρουκόλακας». Τα’ άκουσαν και το χωριό και τον εστρώσανε κοντά με τα δαυλιά και ίσιαμε την αυγή τον κυνηγάγανε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί