Μεσσηνιακά παραμύθια (Κόκκινον Πυλίας)

Τα τρία ορφανά. (Κόκκινον Πυλίας) 
Καθ’ υπαγόρευση Αλέξαινας Παντελοπούλου, γεννηθείς το 1882


Νιά φορά ήταν κάτι παιδάκια ορφανά, τρία. Πήρανε να φύγουνε. λέει το μεγαλύτερο• «άιστε, παιδιά, να φύγουμε». «Επού να πάμε;», του είπαν τ’ άλλα. «Να πάμε να βρούμε ψωμί να φάμε». Τα πήρε μπροστά τα παιδάκια, αποπίσω το μεγαλύτερο. Επήγανε επήανε, πήανε δρόμο πολύνε. Ευρήκανε νερό πολύ κ’ έτρεχε. Εκεί ‘τανε μποστανικό και ήτανε λουλούδια. Λέει το μικρότερο• « νο μου ένα λουλούδι». «Δε σου δίνω - λέει το μεγάλο -, γιατί θα μας σκοτώσει ο αφεντικός που το ‘χει». Εκεί παρησιάστηκε ένας γέρος. Τους λέει: «Παιδάκι μου, πού πάτε; Ελάτε κοντά μου». Πήρανε, πήγανε κοντά του ναν τα πάει. Εκεί περνάνε σε νια βρύση κ’ έτρεχε με δύο κανάλια νερό. «Άχου μπάρμπα μου, - λέει -, να γινότανε ένα κανάλι κρασί και τ’ άλλο να γινότανε λάδι, τι καλά που θα ήτανε ‘δω-χάμου• θα έδινα ούλου του κόσμου να έτρωγε κενά έπινε». Του λέει: «Παιδάκι μου, θα κάτσεις;» «Θα κάτσω». Το βλόησε και το ‘καμε. Ήτανε ο Χριστός. Τ’ άφηκε εδεκεί κειν’ το παιδί.
Αποκεί το πήρε το μικρό κ’ έφυγε. Βρήκ’ έναζευγολάτη στο δρόμο κ’ έκανε. Του είπε «παιδί μου, δε θέλεις έναν τσοπανάκο, μα τη γίδα σου μα το μουσκάρι σου να σου φυλάει; Το φέρνω ‘δώ». «Μαγάρι, παιδί μου, να μου τον έδινες και κάτι θα σου χάριζα κιόλα». Τοποθέτηκε κ’ εκείνο εδεκεί.
Στα είκοσι χρόνια επέρασ πίσω να ιδή τι απογενόνται. Επέρασε στη βρύση και του λέει: «νο μου λιγούλι κρασί και λιγούλι λάδι να βουτήξω τη μπουκιά μου να φάου». «Α, μπάρμπα μου, αν πιάσω ‘γω και δώκω εσένα και τ’ αλλουνού και τ’ αλλουνού τι κάθομαι ‘δω-χάμου;» «νερό ήτανε νερό να γένει!», είπ’ ο γέρος.
‘Ποκεί διάει στο μισιακόνε συη στάνη. Καθώς εδιάκανε κοντά, εχτυπήσανε τα σκυλιά ναν τονε φάνε. «Α, παιδάκι μου, να μόβανες λιγούλι γάλα που είμαι γέρος!». «Αχ, μπάρμπα μου, αν πιάσουμε και δώκουμε του καθενού γάλα, τι κάνουμε μεις εδώ χάμου; Γίνηκανέ περιστέρια τα πρόατα.
Πάει στο ζευγολάτη. Μπήκε στο χωριό κ’ ερώτησε. Εκεί έπιασε ένα νερό θάλασσα• πνίγηκε ο γέρος όσο να πάει στο σπίτι. Διάκαε. Βρήκε τη γυναίκα του. «Παππούλη, βράχηκες, πνίγηκες• βγάλ’ τα σκουτιά σου!». «Όχι, παιδί μου!». «Όχι, θαν τα βγάλεις!». Τα ‘βγαλε. Στο δρόμο που πάαινε ο ζευγολάτης, του είπανε πως ένας διακονιάρης πήε στο σπίτι κι άλλαξε. Καλά ‘καμε που τον άλλαξε νοικοκυρά του, είπε ο ζευγολάτης. «Καλησπέρα, μπάρμπα!», του είπε. Καθίσανε, φάγανε, ήπιανε κ’ εκουβεντιάζανε. Ο γέρος ήτανε στραβός. «Τι έχει το μάτι σου, γέρο;». «Αχ, παιδάκια μου, από κείνο που θέλει τα μάτι μου να γιατρευτεί δεν έχω», «Σαν τι θέλει,; Να μας το ειπείς εμάς». Λέει• «μου είπανε να σφάξω ‘να παιδί ναν το ρίξω στο φούρνο, ναν τα’ αλείψω από ‘κείνο το λάδι, να γένει καλά.
Ταραχτήκανε ‘κεινοι ένας με τον άλλονε• ένα παιδάκι είχανε• «Ρε νοικοκύρη, ναν το σφάξουμε το παιδί• ο κακομοίρης γέρος είναι, στραβός είναι». «Ναν το σφάξουμε!». Το σφάξανε κόμμα το ρίξανε στο φούρνο και τηράνε… καθότανε σταυροπόδι το παιδί με το χαρτί στο χέρι κ’ εδιάβαζε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη