Το σπίτι στη Μερόπη (Λειτουργικότητα)


Από λειτουργική άποψη το σπίτι της Μερόπης, όπως και όλα τα χωριάτικα σπίτια, παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα. Τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ακόμη τα σπίτια ήταν ισόγεια και με τους λίγους χώρους, βασικός χώρος για την παρασκευή του φαγητού, για το μεσημεριανό ή βραδινό φαγητό, την κουζινική λάτρα κ.λπ. ήταν ο χώρος της «γωνιάς», δηλαδή της εστίας του σπιτιού, που βρισκόταν η στην άκρη του κυρίου σπιτιού ή στο παράσπιτο. Εκεί η νοικοκυρά μαγείρευε το φαγητό και εκεί μαζεύονταν τις χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες για να «πυρωθούν» τα μέλη της οικογένειας, να καπνιστούν μέχρι κλάματος, να καψαλιστούν τα πόδια των παιδιών, να πουν τα χειμωνιάτικα παραμύθια τους και εκεί να περιμένουν με λαχτάρα το φαγητό που έβραζε στο τσουκάλι ή στο τέντζερη και, τέλος, εκεί να νυστάξουν, ώσπου τα άρπαζε η μάνα τους και τα πέταγε πλάι στη στρωματσάδα που ήταν από νωρίς ετοιμασμένη.
Στο χώρο αυτό της «γωνιάς» και πλάι στη φωτιά, τα πολύ παλιά χρόνια, στηνόταν το χαμηλό ολοστρόγγυλο τραπέζι, «ο σοφράς», για το μεσημεριανό η βραδινό φαγητό. Γύρω - γύρω στο σοφρά κάθονταν πάνω σε χαμηλά ξύλινα σκαμνάκια ή σε αχυρογεμισμένες προσκεφαλάδες τα παιδιά και τα άλλα μέλη της οικογένειας για να φάνε το φαγητό. Αν ήταν βράδυ, στη μέση του σοφρά στηνόταν το τρίφωτο ή το τετράφωτο καντηλιέρι ή ο λυχνοστάτης απ’ όπου κρεμόταν το γεμάτο με λάδι λυχνάρι, το ηλεκτρικό της εποχής εκείνης. Η Μεσσηνία λόγω της πλούσιας παραγωγής της έκαιγε λάδι και απέφευγε το πετρέλαιο, γιατί έπρεπε ο οικογενειάρχης να δώσει χρήματα ή γιατί μύριζε η κάπνα του.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, σχεδόν κατά το 1920 – 1930, η κατάσταση βελτιωνόταν: ο χώρος της «γωνιάς» γινόταν πιο ευπρεπέστερος, ο σοφράς καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με ψηλά τραπέζια ή στενόμακρες τραπεζαρίες και κανονικές καρέκλες. στον ίδιο χώρο βρισκόταν πάντοτε και ένα σεντούκι ή το κασόνι του σπιτιού, η πιατοθήκη με τα πιάτα αραδιασμένα και τα μεγάλα φορέα τετράφωτα καντηλιέρια. Όταν ερχόντουσαν ξένοι στο σπίτι, το φαγητό γινόταν πάντοτε στην σάλα του σπιτιού σε στρογγυλό ή ορθογώνιο τραπέζι και με κανονικές καρέκλες. Εκεί, όπως είπαμε και παραπάνω, ήταν και χώρος υποδοχής αλλά και υπνοδωμάτιο.
Ο ύπνος της φαμίλιας γίνονταν στη σάλα και για τον πατέρα και τη μάνα, επάνω σε κρεβάτι, και για τα παιδιά κάτω στρωματσάδα ή σε άλλον χώρο, αν υπήρχε τέτοιος. Τα πιο πολλά κρεβάτια ήταν με τρίποδα και τάβλες πού πάνω σε αυτό τοποθετεί το ένα υφαντό στρώμα παραγιομισμένο με άχυρο. Τα προσκεφάλια ήταν μακρόστενες σακούλες αχυρογεμισμένες.
Στην Μερόπη, όπως και στην άλλη Μεσσηνία, ο κόσμος κοιμόταν πολύ νωρίς σχετικώς σε κρεβάτια, αλλά σε σανιδένια και καλαμένια – στα περίφημα καλαμωτά. Επειδή όλοι είχαν καλαμωτά, τα χρησιμοποιούσαν και σαν κρεβάτια, αφού πρώτα τα έστρωναν με σαίσματα, κουρελούδες κλπ. Αυτού του είδους τα κρεβάτια τα είχαν και μέσα στα σπίτια και στα χαγιάτια την άνοιξη και στις αυλές το καλοκαίρι. Οι καλές και πλούσιες οικογένειες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είχαν σπίτια πολύ περιποιημένα, κρεβάτια ωραία, τραπέζια καλά, μεγάλες λάμπες πετρελαίου κρεμασμένες στην οροφή, κουρτίνες στα παράθυρα, γλάστρες στα μπαλκόνια, ωραίους νιπτήρες στα χαγιάτια κλπ.
Δε μπορούμε να πούμε, βέβαια, ότι όλα ήταν ωραία. Μιλάμε για χωριό και αγρότες που πάλευαν όλη μέρα με τα χώματα και τα ζώα. Κι ακόμη μιλάμε για το 1900, το 1920 και το 1930 που και στις πόλεις τότε τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα.

Η αυλή του σπιτιού
θα συμπληρώσουμε το κεφάλαιο αυτό ή για το σπίτι στην Μερόπη με σύντομη περιγραφή της αυλής του και τη σημασία της για τη ζωή των κατοίκων της. Δεν είχαν βέβαια όλα τα σπίτια αυλή, μεγάλη και αξιόλογη. Τα πιο πολλά όμως είχαν: ευρύχωρη με κληματαριά, με λουλούδια, με μουριές, με μια πορτοκαλιά ή λεμονιά, με μια συκιά ή κυδωνιά. Πολλά είχαν και λαχανόκηπο, για τα σπιτίσια λάχανα, τα μαρούλια, τα κρεμμύδια, τις πατάτες κ.λπ..
Στην αυλή, πολλά σπίτια, είχαν και το πηγάδι τους, το κακάβι για τη πλύση των ρούχων, το φούρνο και την πρόχειρη γωνιά που μαγείρευαν τα καλοκαίρια.. Τα καλοκαίρια στις αυλές στήνονταν και ένα ή δύο κρεβάτια για τον καλοκαιρινό νυχτιάτικο ύπνο. Από νωρίς η αυλή «σαρωνόταν» με «σαρωματίνες», καταβρεχόταν κι άνοιγαν τα στρωσίδια για να ανεβοκατεβαίνουν και να παίζουν τα παιδιά, ώσπου νάρθει η ώρα του ύπνου.
Σε ένα μέρος της αυλής υπήρχε και ο τόπος για τα ζώα: για το γαϊδούρι, τη γίδα και την προβατίνα και κυρίως για τις κότες, τις πάπιες ή χήνες και τις γαλοπούλες. Δεν έλειπε βέβαια ο σκύλος και τα κατσούλια, που όλα αυτά μαζί γιόμιζαν την αυλή και το σπίτι με τις φωνές και την παρουσία τους.
Στην αυλή γινόντουσαν ένα σωρό δουλειές, από άντρες και γυναίκες. Εκεί σε μια πέτρα, σε κάποιο κούτσουρο ή κασόνι, κάθονταν να ξεκουραστούν οι γυναίκες και πολλές φορές να δεχτούν και τις άλλες γειτόνισσες για το καθημερινό κουτσομπολιό. Εκεί τέλος χόρταιναν παιχνίδι τα παιδιά του σπιτιού ή και ολόκληρης της γειτονιάς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη