Μεσσηνιακά παραμύθια (Λογγά Πυλίας)

Ο κουμπάρος του φτωχού (Λογγά Πυλίας)
Καθ’ υπαγόρευση Παύλου Κασιμιώτη γεννηθείς το 1856

Ήτανε νιά βολά ένας φτωχός και είχε παιδάκια μικρά. Δεν πήγαινε κανείς ναν του βαφτίσει το παιδί, προσκάλαγε τον ένανε τον άλλονε, δεν τον ηθέλανε για κουμπάρο. Ήρθε το παιδάκι του και το ‘πιασε ζέστη κ’ έτρεξε ένα γύρω αριστερά δεξιά να βρεί ναν το βαφτίσει. Δεν πήγαινε κανείς. Τι να κάμει; Το ποδαρώνει περπατώντα να πάει αλλάργα σ’ άλλο χωριό. Εκεί που πήαινε ήταν ένα ποτάμι μπροστά. Γλέπει ένανε, ήτανε ανασκουμπωμένος κ’ έψαγνε μεσ’ στο ποτάμι κι ανασήκωνε τις πέτρες, για να βρει καφούρους. Έκατσε κ’ εκείνος να βγάλει τα παπούτσια του να περάσει το ποτάμι. «Ρε, -του λέει- τι κάνεις ευτού-μέσα;» «Τι να κάμω; Πολεμά να βρώ καναν κάφουρα, να φάνε τα παιδιά μου να ξενυχτίσουνε». «Βρε, κ’ εγώ φτωχός, τα ίδια κι εσύ σαν κ’ εμένανε;» λέει. «Αμμ’ τι έχεις εσύ;». «Τι έχω; - λέει – και τι καλό ‘χω; Παιδί έχω και δεν έρχεται κανείς ναν το βαφτίσει, δε μπορώ να βρω νουννό». «’Μ έρχουμαι ‘γω, καημένε, πάμε», του λέει. «Ευχαριστώ πολύ», του λέει.
Μπροστά ο κουμπάρος κι αποπίσω ο νουννός και χάιντε χάιντε πάνε. Πάνε στο σπίτι, τι να ιδεί! Ένα καλυβάκι με τις φούρκες, χτισμένο με λάσπες ένα γύρω, πέντ’ έξι μικρά ένα με τ’ άλλο. Την κολυμπήθρα, του λέει, να βαφτίσουμε το παιδί, τρέξε, τον παππά. Τρέχει, πάει στον παππά. «Άι στο καλό, θα πάου να βαφτίσω το παιδί το δικό σου;» Δεν επήγε. «Που να πάου τώρα;» «Όπου θέλεις πήαινε – του λέει ο παππάς – ξηφορτώσου μ’ αποδώ μην πάρω τη ράβδα». Είδε κ’ εκείνος, λάκησε, πήγε ναν το ειπεί του κουμπάρου. Βρίσκει τον κουμπάρο, του λέει έτσι κ’ έτσι. Εκείνος εγέλασε και λέει, «πήγαινε πίσω». «Θα με σκοτώσει», λέει. «Πήγαινε του λέει κι ας σε σκοτώσει». Πάει πίσω και του λέει, «να ‘ρθείς να βαφτίσεις». Έκαμ’ ο παππάς ναν τόνε βαρέσει, λακάει και πίσω στον κουμπάρο. Απολπίστηκε ο άντρωπος. «Τρεις βολές θα πας, του λέει, άλλη νιά βολά». «Δεν πάου – του λέει – θα με σκοτώσει». «Να μη φύεις, να σταθείς απάνου να σε βαρέσει». Πατ κάνει ο παππάς το ραβδί, βάρεσε χάμου, ε, Παναϊα μου, του ‘ δωκε ο Χριστός ξύλο! «Στάσου, βλοημένε μου, να ‘ρθω να πάρω τα γιερά μου», παν αλλού καβάδια, αλλού γκαμμιλλάφτι, λακάει, πιλάλα ο παπάς κοντά του, «έφτασα!», λέει. Πιλάλα ο κουμπάρος, πιλάλα ο παππάς. «Α, Παναϊα μου, - έλεγε ο κουμπάρος – μ’ έφτασε». Βρίσκει το νουννό και λέει, «γλύτωσέ με, κουμπάρε!».
«Ωρέ παππά, όταν ακούς βάφτισμα, να σηκώνεσαι απάνου, όταν ακούς για στέφανο, να κάθεσαι χάμου». Το βάφτισε το παιδί. Είχε ένα κοκοροπ’λλάκι, λίγο ρυζάκι, για να ξεβγάλει τον παππά με τον κουμπάρο, κρασί τους ήφερε νιά γυναίκα, ψωμί άλλος γείτονας. Άπλωσε χάμου ένα λιόπανο και τα μάζωξε ούλα ο νουννός. Τους έδωσε την πενταρίτσα τους. Δεν άφηνε να φύγουνε, για να φάνε. Ο παππάς ήθελε να φάει, να μπουρδουλιάσει. Η κουμπάρα έλεγε, «τρομάρα μου, δε φτάνει το φαί».
«Ναν το γεμίσουτε ένα πιατάκι να φάνε δυο σε κάθε πιάτο, να βάλουτε τουν παιδιώνε», είπε ο κουμπάρος. Που να σωθεί το τσουκάλι! Κάτι κοψίδια, ένα στήθει, τα κωλομέρια. Πισοκώλιασε η γυναίκα κ’ έκανε το σταυρό της. Άρχισε το κρασί. «Πιέ και φάει», του λέει ο νουννός οτου παππά. Ο νουννός έκαμε πλούσιο τον κουμπάρο κι έτσι ο κουμπάρος είχε ούλα τα έχοντα και ήθελε να ζήσει.
Ο νουννός ήταν ο Χριστός. Άμα του έβαλε προθεσμία του κουμπάρου να τον πάρει μακριά, για να μην πεθάνει. Αλλά πέθανε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη