Μεσσηνιακά παραμύθια (Ανδρούσα Μεσσήνης)

Η πεντάμορφη η αγέλαστη. (Ανδρούσα Μεσσήνης)
Καθ’ υπαγόρευση Ανθούλας (...) γεννηθείς το 1856 στο Μαγγανιακό Μεσσήνης

Ήτανε μίνια φορά μνιά πεντάμορφη. Ήτανε η καλύτερη κορίτσα, η Ελενιώ η έμορφη, αγέλαστη. Έπαιρνε παννικούρα, τά ‘δινε της πουλίστρας κ’ επάαινε η πουλίστρα και τα πούλαε κ’ ερχότανε. Την απάντησε την ψυχοπαίδα της στο δρόμο της το βασιλόπουλο. «Δε μου λες – της λέει –θαν της ειπείς μια λέξη της κυράς σου;» πήγε κείνη, της το λέει: «μου είπε μια κουβέντα το βασιλόπουλο». «Αν είν’ καλή, να μου την ειπείς, δεν είν’ καλή, να μην την ειπείς, κι αν θέλεις να φας ψωμί μ’ εμένα, καλά, ειδεμώς να φύγεις». «Την είπες την κουβέντα, που σου είπα, της κυράς σου;». «Την είπα», του λέει.
Σηκώνεται ο βασιλόπουλος, πήγε στον πατέρα της στο χωράφι. Εδιάει εκεί – πέρα και του λέει: «γειά σου, σταυροπατέρα!». «Καλώς το Γιώργο», του λέει. «Εγώ σ’ αγαπά’ – του λέει – εγώ έχω απ’ ούλα στην τσάντα μου, πέρδικες κι ότι και θέλω να φάμε μαζί». Εκάτσανε, τρώγανε. «Σταυροπατέρα, σ’ αγαπά’ και θέλω να σε κάμω πατέρα, θα γένει, δε θα γένει;», του λέει. «Να πάμε ναν της το ειπούμε κι ότι μας ειπεί να κάμουμε», του λέει. Το βράδυ που πήγανε, της το είπε: «Κυρά Ελενιώ, μ’ έχεις πατέρα ή δε μ’ έχεις;» «Σ’ έχω – του λέει -, μ’ εγύρεψε το βασιλόπουλο, λες να με δώσεις του βασιλόπουλου;». ήταν αγέλαστη. «Πατέρα, σαν τον αγαπάς το βασιλόπουλο, τον παππά και τα στέφανα. Κι αν θα περάσω καλά… κι αν δεν περάσω καλά, θα ‘χεις σκατοψύχια». Εσηκώθει το παιδί, φέραν τα στάφανα και την πήρε σπίτι. Γλεντίσανε, χορέψανε – γάμο κάνανε… Πλαγιάσανε, κάμανε ‘συχία.
Αποκεί σηκώθηκε σε δέκα ημέρες το βασιλόπουλο, πήγε ταξίδι στην Αθήνα με το φίλο του τον Κώστα. Ο φίλος του ο Κώστας του λέει στον καφενέ: «καλημέρα Γιώργο μου!» Εκείνος δεν του μίλαγε. «Βρε, γιατί δε μου μιλάς; Παντρεύτηκες και περηφανεύτηκες; Πήρες γυναίκ’ αγέλαστη; Εγώ θα στη γελάσω!». «Άμα τη γελάσεις, εγώ θα γίνω κουλουράς κ’ εσύ θα γίνεις βασιλόπουλος και θα κάτσεις στην πολυθρόνα».
Ο Κώστας ήρθε κει-κάτου. Πήγε στη ρουφιάνα που την έζηγε και της τα είπε. Τον έβαλε σε κασσούλλα και τον πήγε στης Ελενιώς. «Ελενιώ, να σου δώκω αυτήν την κασσελλίτσα ναν τη βάλεις απουκάτου στο κρεβάτι, έχει χρήματα μέσα, να μην τα κόψουνε τα ποντίκια». Έβαλε τον άντρωπο απουκάτου στο κρεβάτι κ’ έπεσε χάμου να πλαγιάσει… Κείνος σηκώθηκε τη νύχτ’ αγάληα – αγάληα, παίρνει τα δαχτυλίδια της, τα βραχιόλια της κ’ επήγε κ’ εδιάει, γιατί της είπε η γριά ρουφιάνα «άμα σου μιλήσω, να μου ρίξεις την κασσελλίτσα από το παράθυρο, θα φύγουνε οι μουσαφιραίοι». Έφυγε ο Κώστας, ο φίλος του βασιλόπουλου, κ, επήγε κει-πάνου και τόδειξε τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια.
Εσηκώθη, ήρθε δω-κάτου στην κυρία. Μηδέ καλαμέρα μηδέ καλησπέρα στη γυναίκα. «Εμπρός, Ελενιώ μου – της λέει -, ντύσου και φόρεσε την καλύτερή σου αλλαξιά, έχουμ’ ένα πανηγυράκι – της λέει – να πάμε σ’ ένα πανηγύρι καλό». «Εμπρός, Γιώργο μου, να πάμε», του λέει μια κοπανιά. Εφτάσανε σ’ ένα μαύρο ποτάμι. Της λέει: «κάτσε, Λενιώ μου, εδωπά να με ψειρίσεις». Έκατσε, «κι αγνάντεψε κει-πέρα μια βάρκα που θα ‘ρθει να μας πάρει», της λέει. Με το αγνάντεμα την πέταξε στο ποτάμι. Ως κ, επάαινε κι εσωνότανε το ποτάμι, άι ‘σιακά – ‘σιακά κι εβγήκε από το ποτάμι. Ήτανε η-γι-αμαρτία, άδικο.
Εσηκώθει, διάει στο δρόμο κ’ ενύχτωσε. Εκεί που πάαινε, έπεσε σ’ ένα μονοστράτι. Ήσαντε κάτι κοντοπουρναράκια κ’ εκεί έπιασε τα μαλλιά της και τά ‘δεσε από το πουρναράκι κ’ εκείνη έπεσε δίπλα στο δρομάκι, όποιος περάσει, ναν τη σώσει. Πέρναγε άντρωπος τα πέριουρα κ’ ετράβαγε τη γυναίκα από τα μαλλιά. Κ’ εκείνη είπε: «ο ένας μ’ έπνιξε κι άλλος με τραβάει από τα μαλλιά, τι κακή τύχη ‘χα ‘γω». Σηκώθη η γυναίκα. Είδε μια φωτίτσα. «Τη βλέπεις; - της λέει – να πάς εκεί-πάνου που καίγεται η φωτίτσα». Τους εκατάλαβε τώρα τους λυκοφαγωμένους τους διαβόλους κ’ εχώθηκε σ’ ένα κούφιο κλαρί, για ν’ ακούσει τι λένε. Ένας έλεγε: «δεν ξέρουτε τι έκαμα ‘γω σήμερα, χώρισα ‘ν’ αντρόγενο». Ο άλλος λέει μάτα: «εγώ πίνιξα ένα νομάτη, έναν άντρωπο». Τ’ άκουγε ότι λέγανε, μέσα τ’ αγροίκαε εκείνη. «Εγώ – λέει άλλος – ευρήκα μια γυναίκα στο δρόμο και ήτανε τα μαλλιά της μπλεγμένα στο πουρνάρι και τα ξετύλιξα και της είπα να ‘ρθει εδώ-πάνου, δεν ξέρω τι γίνηκε». Η κορίτσα τα’ αγροίκαε. Ένας άλλος: «εκεί-κάτου είναι του βασιλιά η δυχατέρα κ’ είναι στραβή, κ’ έχει στη σκάλα της μια σκιά κι όποιος κόψει τα σύκα και της αλείψει τα μάτια θα ξεστραβωθεί και θαν την πάρει γυναίκα». Μπούφ το κάνει η κορίτσα. Βρήκ’ έναν τσοπάνη και τον έγδυσε κ’ επήρε τα ρούχα του και την κλίτσα του, κακομαζωμένη κ’ επήγε κει-κάτου. «Ρε παιδιά, μεριάστε – τους λέει – ν’ ανεβώ κ’ εγώ απάνου να ιδώ τη βασιλοπούλλα». Ανέβη απάνου. «Εγώ θα σε γιατρέψω – της λέει – τι θα μου δώκεις;» θα σε πάρω άντρα», του λέει. «Όχι, δε σε παίρνω, εγώ έχω γυναίκα γριά, ναι μαθέ, έχω φαμελιά». Ε, την εγιάτρεψε. Τους λέει: «να πάτε κάτω να μου κόψουτε σύκα». Πήγανε, εκόψανε σύκα, της ηφέρανε (τα πήγανε με το πιάτο απάνου). Τα πέρασε στα μάτια της με το συκόγαλο, φόπ άνοιξαν τα μάτια της γυναίκας. Εσηκώθη, έγινε η κορίτσα καλά. «Θα σε πάρω άντρα», λέει ντεϊμεντέ. «Εγώ δε θέλω να με πάρεις – της λέει – να με κάμεις δικητή και μι’ αλλαξιά σκουτιά που να είναι της ώρας, δε θέλω τίποτις άλλο».
Πήγανε στο δεκαστήριο απάνου. «Να μου φέρουτε – τους λέει – και το Γιώργο και τον Κώστα και την πουλίστρα». Πήγανε στο δεκαστήριο. «Δε μου λες, κυρ Γιώργο, τι την έκαμες τη γυναίκα σου;» «Επέθανε και την έθαψα», της λέει. «Με ποιόνε;» «Με τον Κώστα και με την πουλίστρα». «Φέρ’ τους εδώ». Τους εδιάει. Παν και τη γριά. «Κυρά γερόντισσα, τι την έκαμες τη γυναίκα;». «Την είδα; …δεν την είδα». Τον καλεί κ’ εκείνονε, «τι την έκαμες, Γιώργο, τη γυναίκα σου;». «Την πίνιξα!» του λέει. Το είπε πιά! «Πως και τις την πίνιξες τη γυναίκα;». «Πήγε ο Κώστας και την εγέλασε και της επήρε τα βραχιόλια της και το καθετίς της». Εκείνη πια, ο δικητής, ήτανε της ώρας που δεν ύπαρχε, δεν τη γνώριζε. «Φέρτε δω τη γριά και φέρτε και τον Κώστα». Επήγαν εκείνοι και τα είπανε από την άλφα αποπίσω. «Γριά, πως το κάματε ‘δω;». Τα είπε, όπως γίναν, από σειρά, ότι τον έβαλε στην κασσελλίτσα. Ούλα. Ξετάσαν τους αντρώπους. Με το ξέτασμα τους εκόψανε, τον Κώστα και τη γριά. Κι επήγε στου γέρο βασιλέα το παλάτι κ’ εγλεντάγανε κ’ εχορεύανε.
Το Γιώργο δεν τον έκοψε, τον ήθελε κείνη, για δεν ΄΄εφταιγε, τον εγλύτωσε τον άντρα της. Κι όπως σκορπίσανε, «ποιος θαν το πάρει το δικητή;», είπανε. «Ας πάου καλύτερα στου Γιώργου» είπε, να πλαγιάσει εκεί. Σηκώθηκε, επήγαν εκεί. Εκοιμήθηκε κείνος, επλάγιασε καλά καλά. Εγδύθηκε κείνη κι άμα προγάλιασε, χώθηκε μεσ’ στου Γιώργου το στρώμα. «Μωρ’ που ήσουνα;», της λέει. «Εκεί που με πίνιξες», του λέει. «Μη σκούζεις και δυνατά, κοιμάτ’ ο δικητής κει στο στρώμα… Για ‘κα να ιδώ – της λέει – κοιμάτ’ ο δικητής;». «Εγώ ήμουν ο δικητής – του λέει – γλέπεις; Εγώ δίκασα κ’ εγώ κρέμασα! Τι ήξερα ‘γω; Η γριά μου είπε πως είχε τα λεφτά της κ’ εκείνη είχε βαλμένο τον Κώστα μέσα στην λασσέλλα». Εκείνοι κάτσανε στ’ αγκάθια κ’ εμείς στα βαμπάκια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη