Μεσσηνιακά παραμύθια (Τρίκορφα [Πεντιά] Μεσσήνης)

Ο Σπανός. (Τρίκορφα [Πεντιά] Μεσσήνης) 
Καθ’ υπαγόρευση Παναγιώτη Νταμουρά γεννηθείς το 1853


Ήταν ένας σπανός κ’ επάαινε στο παζάρι και τους εγέλαε, ζύαζε τα γεννήματα, τ’ άδειζε στην αποθήκη κ’ έφευγε. Πααίνανε, ψάχανε κείνοι, δεν μπόρειγαν ναν τον ευρούνε, τους εγέλαγε. Πάει κ’ ένας, του λέει: βρε σπανέ, γιατί γελάς τον κόσμο – του λέει – και τους παίρνεις τα γεννήματα; «Αμμ’ τι γέλασμα!», του λέει. «Είσαι καλός να γελάσεις κ’ εμένα;» «Αμμ’ δεν έχω τα’ εργαλεία μου – του λέει – κι απέ σ’ εγέλαγα». Γυρίζει, του λέει: «παρ’ τα μουλάρια μου και να πας ναν τα φέρεις». Τα παίρνει τα μουλάρια, πάει και τα πουλάει. Καρτερεί για τα μουλάρια κείνος, ναι… «Με γέλασε!», λέει. Βρίσκει εκεινούς που τους έπαιρνε τα γεννήματα και παίρνουν κοντά ναν τόνε βρούνε.
Ο σπανός έφυγε κ’ εδιάκε κ’ εβρήκε δυο κλέφτες. Ένας ψηλότερα σε νιά ράχη έκανε ζευγάρι. Τους λέει: να πάτε να του πάρουτε το ‘να βόιδι». Εδιάκε κι ο σπανός, εκρέμασ’ ένα σκοινί κ’ εκουνιώτανε κ’ έλεγε: «το θάμα που είδα σήμερα!...» Φεύγει ο ζευγολάτης πόκανε τα βόιδα, να ιδή τι θάμα είδε. Πάνε οι κλέφτες από πίσω, το παίρνουν το βόιδι. Παν παρακάτου, χαμπηλότερα στο ρέμα, το σφάζουνε. Εδιάει κι ο σπανός. Τους λέει: «εγώ την κοιλιά θέλω, ρε παιδιά, το κρέας πάρτε το σεις». Επήραν το κρέας οι κλέφτες τ’ εκάμαν κάτου κ’ εκείνος επήρε την κοιλιά. Έβγαλ’ ένα ματσούκι, νταπ εβάρειε την κοιλιά κ’ έσκουζε: «κει ‘σιακάτου το παν το κρέας». Τ’ ακούσανε οι κλέφτες, ένα πέταμα το κρέας κ’ ελακήσανε. Πάει ο σπανός, το παίρνει το κρέας και πάει, το ‘φαγε. Εσμίξανε κ’ εκείνος που είχε το βόιδι κ’ εψάχανε για το σπανό, εκείνος έκαμ’ ίσια – πέρα.
Εδιάεκε κάποιος λύκος σ’ ένα μαντρί κ’ έκοψε κάμποσα πρόβατα. Εκεί επέρναγ’ ένα συμπεθεριό. Τους λέει ο σπανός: «ρε παιδιά, εσείς κάνουτ’ έξοδα, δεν πάτε μέσα σε κείνο το γαλάρι; Γιατί να κάμουτε περισσότερα έξοδα;» Κίνησε το συμπεθεριό κ’ εδιάκε ούλο κει. Έμεινε ο γαμπρός και η νύφη. Του λέει του γαμπρού: «ρε κακομοίρη, δεν πας να πάρεις εκεί;». εδιάκε να πάρει κ’ εκείνος σφαχτό. Της λέει της νύφης: «έλα, δο μου τα σκουτιά σου και να τα δικά μου σκουτιά και άϊ στο σπίτι σου». Επήε, εστολίσθει ο σπανός νύφη. Εδιάκαν το βράδυ, εγλέντισάνε, ήρθ’ ο καιρός, όπως βάνουν τα νιογάμπρια. Την έπιασε κόψιμο τη νύφη. Λέει ο γαμπρός: «ας μείνει αποψερού».
Σηκώνεται και φεύγει. Ήτανε και κάτι μελίσσια και χώνεται σ’ ένα κουβέλι. Εδιάκανε δυό κλέφτες να κλέψουνε μελίσσια και το μπήξανε κείνο το κουβέλι στον ώμο. Κι απ’ έβγαλε τη βελόνα ο σπανός, τσακ, τον τσίταε στο σβέρκο. «Βρε, - λέει – μ’ έφαε η μέλισσα!» Τσακ, πίσω η μέλισσα. «Παρακάτου το παίρνω κ’ εγώ», του λέει ο άλλος. Τσακ, πίσω. Του ‘δωκ’ ένα πέταμα του κουβελιού. Τι σας κάνω – λέει – που με σκοτώνουτε;» εγύρισάνε πίσω. Εγώ σας ετσίγκλαγα να πάμε μαζί να κλέψουμε…»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη