Μεσσηνιακά παραμύθια (Λογγά Πυλίας)

Η αλήθεια και το ψέμα (Λογγά Πυλίας)
Καθ’ υπαγόρευση Μάρθας Ν. Πετροπούλου γεννηθείς το 1857

Δυό αδέρφια ήτανε. Ο ένας ο μεγάλος ήτανε δίκαιος πολύ, αθώος άνντρωπος. Ήτανε πείνα καληώρα σαν τώρα. Λέει ο μεγάλος του ίσιου άνθρωπου: «Κάνουμε μια δουλειά, να σου ειπώ; Να βγούμε στη διακονιά». Του λέει: «Δεν πάω να διακονήσω, ντρέπουμαι». «Πάμε, θα ειπούμε: εκάηκε το σπίτι μας, όποιος θέλει, να μας βοηθήκει, πάμε στου Γαργαλιάνου μακρά». Λέει εκείνος ο κακομοίρης, «αν το κάμει ο θεός στ’ αλήθεια και καεί το σπίτι μας; Δεν το λέ’ γώ, μπορεί να καεί αποπίσω».
Πηγαίνανε σ’ ένα μέρος μακρινό. Κει ήτανε ένα γιοφύρι μπροστά. «Θαν το ειπείς;» του λέει. «Ν’ απαντάγαμε – λέει ο μεγάλος – έναν άντρωπο να βλέπαμε τα ψέματα περνάνε ή η αλήθεια!» Να κ’ ένας άντρωπος. «Δε μου λες – του λέει – η αληθοσύνη περνάει ή το ψέμα;» Λέει ο μικρός του μεγάλου, «αν περνάει η αλήθεια και δεν περνάει το ψέμα, θα σου βγάλω τα μάτια». Ο μεγάλος έχασε κ’ εστραβώθει. Θεόστραβος, λέει τότε, «που να πάου». Βρήκ’ ένα πολύ μεγάλο δέντρο κ’ ερίζωσε στη ρίζα. Το δέντρο απουκάτου έβγανε νερό κάποια στάλα. Κείν’ η ρίζα ήτανε δαιμονική, καθόντανε δαιμόνοι. Πώς να κάτσει; Ανέβει ‘σιαπάνου στο δέντρο κ’ έκατσε. Όταν ήρθε η-γι-ώρα τα μεσάνυχτα, μαζωχτήκαν οι δαιμόνοι.
Ο μεγάλος δαίμονας εμάλωνε τους μικρούς δαιμόνους, τι έκαν’ ο καθένας την ημέρα κείνη, να παραδώκει τι έκανε. Έλεγ’ ένας, «Πήγα στη βασιλοπούλλα και της έβγαλα το μάτι με το βελόνι». Ο δαίμονας κάνει μεγάλα θαμάσια. Λέει του δεύτερου, «εσύ τι έκαμες;» Ήταν μπασμένος σ’ αδέρφια κ’ εκείνος να σκοτωθούνε για ‘να κούρβουλο. Ούτ’ ο ένας το ‘δινε ούτ’ ο άλλος τα’ άφινε. «Δεν κάμανε τίποτα κείνοι’, λέει ο μεγάλος δαίμονας. Ο τρίτος, «ένας αδερφός εστράβωσε τον άλλονε σ’ ένα γιοφύρι απάνου. Ο άλλος, «εγώ να σου πω τι έφτιασα, μεγάλα τεχνάσματα» - βαρείγαν τα παλαμάκια πια, «εγώ – λέει – φκιάνουν τρία χρόνια ένα γιοφύρι, την ημέρα το φκιάνουνε, τη νύχτα το γκρεμίζουνε». Μιλάει τα’ αλλουνού. «Τι να σου ειπώ, κύργιε; Πολλά θάγματα κάνω, εγώ εχώρισα τη γυναίκα από τον άντρα της». «Μπράβο, αξιόπαινος κ’ εσύ!».
Ένα μικρό δαιμονάκι δεν έκαμε τίποτα. «Βάρτε τονέ», τους λέει. «Αχ! Τι να σου κάμω – λέει – να ρθεί ο στραβός να πάρει λαπά από το δέντρο απουκάτου, να πάει να βάλει στο γιοφύρι στα τέσσερα αγκωνάρια να μη μπορούνε ναν το γκρεμίσουνε, και να πάρει νερό από το δέντρο να βάλει στα μάτια του να ιδεί τον κόσμο!». Άμα φώτισ’ ο θεός την ημέρα, ενίφτηκε ο στραβός και είδε το φώς του. Γίνηκε άβαρος. Επήε στη βασιλοπούλα, έβαλε νερό, περδίκι η βασιλοπούλλα. «Σιάχ’ τα συ ναν την πάρω πίσω τη γυναίκα…». Έτσι έγινε. Έγινε βαρύπλουτος, αρχόντυνε πολύ. Εγίνηκε το γιοφύρι, όπως το ηθέλανε κείνοι – κει.
Τι να ιδεί ο αδελφός του ο λουβιάρις! «Βρε αδερφέ, που τη βρήκες ετούτη την πλούτη;» Την είπε τη σειρά του αδερφού του. Του λέει, «δε με πας κ’ εμένα;» Πάνε. Έρχουνται οι δαιμόνοι. Λέει ο ένας, «εκείνος που εστράβωσα έκαμε πλούτος μεγάλο». Λέει ο άλλος, «κείνον που στράβωσα τον ήφερα πάνου στο δέντρο». Τον κατεβάσανε και τον κάμανε χίλια μπουκκούνια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη