NATAN VALMIN: Η Μεσσηνία το 1929

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε στα Ελληνικά από τον σπουδαίο Σουηδό αρχαιολόγο
Το χωριό στο οποίο αναφέρεται δεν είναι άλλο από το Βασιλικό Οιχαλίας.

«Οι παλαιοί νόμιζαν ότι η ζωή ήταν ένα είδος τυχερού τροχού, που γύριζε ποτέ γρήγορα και πότε αργά. Κάποτε σταμάτησε σε έναν τυχερό αριθμό…
Εάν κανείς έχει ζήσει πολλά χρόνια θα μάθει ότι σπανίως σταματάει ο τροχός σε ένα τέτοιο αριθμό, και δύο φορές ποτέ.
Σε εμένα συνέβη αυτό, πιστεύω, το καλοκαίρι του 1929. Αυτό το χρόνο, και μάλιστα αυτό το καλοκαίρι, όλα μου πετύχαιναν καλά, καλύτερα από τους υπολογισμούς μου. Αυτό το καλοκαίρι ήταν, φαντάζομαι, η ακμή της ζωής μου. Δεν θα γυρίσει, δυστυχώς ποτέ…
Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στα πανεπιστήμια και τον τελευταίο χρόνο είχα μείνει στην πιο εύθυμη πρωτεύουσα του κόσμου, στην Κοπεγχάγη. Και τώρα μου έλειπε μόνο να συγκεντρώσω τα στοιχεία για τη σύνθεση της διδακτορικής διατριβής μου. Το θέμα ήταν η τοπογραφία της αρχαίας Μεσσηνίας. Ήμουν ελεύθερος, είχα τακτοποιήσει αρκετά καλά τα οικονομικά μου και μπορούσαν να προσβλέπω σε ένα μέλλον ανέφελο.
Στο ταξίδι μου είχα σταματήσει σε μερικές πολιτείες, όπου είχα φίλους και συναδέλφους, μάλλον για να λάβω μέρος στις «αποκριές», οι γιορτές τις οποίες ακολουθεί η νηστεία για τη Λαμπρή. Στην Αθήνα είχα υποφέρει αρκετά από το βαρύτερο χειμώνα που μπορούσε κανείς να θυμηθεί, και επιτέλους είχα φτάσει στο τέρμα: Τη Μεσσηνία, το λαμπρότατο μέρος της Ελλάδας, κατά τη γνώμη μου.
Γνώρισα αρκετά και την Ελλάδα και τη Μεσσηνία, όπου είχα αρχίσει προ τριετίας αρχαιολογικές έρευνες. Είχα με μεγάλη χαρά ανακαλύψει ότι η χώρα αυτή ήταν όχι μόνο πλούσια αλλά και «παρθένα» από αρχαιολογική άποψη. Το πρόγραμμα μου για τον επόμενο καιρό ήταν τοπογραφικές σπουδές, δηλαδή πολύ οδοιπορία και λίγο σκάψιμο. Ήμουν κάτι τι από ένα σκαπανέα και ήξερα ότι για τους συντρόφους μου, ήμουν αρκετά ζηλευτός.
Έφτασα στην Καλαμάτα μαζί με την άνοιξη. Έπειτα από ένα μήνα πολύ χειμωνιάτικο γύρισε αμέσως ο ήλιος, η θερμότητα, η άνοιξη. Αυτό μου φάνηκε σαν ένα καλό σημάδι. Είχα σχεδιάσει να αρχίσω την έρευνα από μερικά γεωγραφικά κέντρα, για να περάσω από όλα τα μέρη, όπου ήταν λογικό να υποθέσω ότι θα υπήρχαν αρχαιολογικά λείψανα. Το κεντρικό μέρος, τριγύρω στο Μελιγαλά, το γνώρισα αρκετά καλά. Δύο καλοκαίρια είχα κάνει ανασκαφές κοντά στο Βασιλικό. Με αυτή την πείρα είχα σχηματίσει και την άριστη εντύπωση για τους κατοίκους, που μου είχαν δώσει πάντοτε όλη την υποστήριξη που είχα ζητήσει.
Η Μεσσηνία αυτή την εποχή ήταν ακόμα μια χώρα ιδεώδη για πεζοπορία, δηλαδή οι δρόμοι (εφόσον άξιζαν να ονομάζονται έτσι) δεν ήταν ακόμα για αυτοκίνητα. Οι δημόσιοι δρόμοι κάτω στη πεδιάδα ήταν κυρίως για ζώα και πεζοπόρους και τα μονοπάτια πάνω στα βουνά είχαν ανοιχτεί πλάι στους χειμάρρους.
Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι της περιοχής, κοντά στο Βασιλικό, που ήταν στην πλειοψηφία τους ξένης «Αλβανικής» καταγωγής, κατοικούσαν στα χωριά που βρίσκονται πάνω από τη πεδιάδα. Αλλά έτσι ήταν και στην αρχαία εποχή. Πρώτα, η γη της πεδιάδας ήταν πάρα πολύ ακριβή για να γεμίσει με σπίτια και χωριά. Ο δεύτερος λόγος ήταν ο φόβος για τα κουνούπια και τους πυρετούς στα ελώδη μέρη.
Γνώρισα αρκετά καλά μερικά από τα χωριά της Μεσσηνίας. Ήμουν συνηθισμένος στις απλούστατες σχέσεις των τσοπάνων, οι οποίοι με γνώριζαν και με είχαν τώρα αναγνωρίσει! Και ο λόγος ήταν ότι ήμουν ο πρώτος ξένος (όχι Έλληνας) που είχε επισκεφθεί τα χωριά αυτά (και είμαι ίσως, ακόμη, αν υπάρχουν, δηλαδή, ακόμη τα χωριά!).
Ένας τέτοιος ξένος, που ήρθε χωρίς να έχει αναγγελθεί, σε ένα χωριό ψηλά στα βουνά και μακριά από τον δημόσιο δρόμο, ντυμένος επιπλέον κατάλληλα για να μένει έξω και, αν υπήρχε ανάγκη, να περάσει τη νύχτα στην ύπαιθρο, και χωρίς να έχει όπως φαίνεται, τίποτε να γυρέψει, ένας τέτοιος έπρεπε να προκαλέσει πολύ μεγάλη υποψία. Αν γινόταν αυτό σήμερα, θα έπρεπε να τηλεφωνήσουν αμέσως στην αστυνομία. Τότε, 15 χρόνια προ του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο κόσμος ήταν τόσο απαλλαγμένος από φόβο και υποψία, ώστε μπορούσε ένας νέος ξένος, αν είχε κάποια γνώση της γλώσσας, να περάσει από ένα χωριό στο άλλο και να υπολογίσει σίγουρα ότι θα βρει σχεδόν την Ομηρική φιλοξενία. Η Μεσσηνία στα 1929 ήταν για ένα αρχαιολόγο ένας παράδεισος.

*****
Είναι μεσημέρι και ο ήλιος καίει. Δύο σκύλοι μανιασμένοι με έχουν ακολουθήσει αρκετή ώρα, όμως, σε απόσταση ασφαλείας, αφού τους έχω δείξει με μια πέτρα, καλά ριγμένη, ότι γνωρίζω αυτόν τον τρόπο συναναστροφής. Το μονοπάτι είναι απότομο και οι σόλες μου που έχουν καρφιά γλιστρούν και κάνουν την πορεία ακόμη κουραστικότερη.
Αφότου αναχώρησα, με τον ήλιο, από το νυχτερινό κατάλυμα, δεν έχω πάρει ούτε φαί ούτε ποτό. Η γλώσσα μου θέλει κρύο νερό και το στομάχι μου ψωμί. Αλλά το ελληνικό ημερολόγιο λέει ότι σήμερα είναι μεγάλη Πέμπτη και τότε δεν τρώει κανένας αληθινός χριστιανός τίποτα. Και τα βρέφη στην κούνια, έστω και αν φωνάζουν όσο θέλουν, παίρνουν το πολύ μία στάλα νερό ή τσάι.
Το μικρό χωριό, που θα είναι το σημερινό τέρμα μου, πλησιάζει και φαίνεται καλύτερα: Χαμηλό, πηλινόχρωμο, με στέγες από καλάμια. Κανένας άνθρωπος, ούτε καπνός από τα καπνοδόχους. Όλο το χωριό θα είναι στα αμπέλια. Μόνο δύο γουρούνια με ασυνήθιστα ψηλά πόδια σκαλίζουν σε ένα σωρό σκουπιδιών και δεν με λαμβάνουν υπόψη.
Από εδώ στο άλλο χωριό είναι 15 χιλιόμετρα.
Να! Ένα στρογγυλό τραπέζι σιδερένιο. Αυτό σημαίνει καφενείο, ίσως και μπακάλικο, αν είμαι τυχερός. Το ζήτημα είναι πότε θα ανοίξει.
Ρίχνω το δισάκκι μου στο τραπέζι και αρχίζω ένα χειροκρότημα τόσο δυνατό, που θα πρέπει να ακούστηκε μέχρι τα αμπέλια. Τα γουρούνια φεύγουν τρομαγμένα.
Αλλά έχει και άλλο αποτέλεσμα. Ανοίγεται ένα παράθυρο στο δεύτερο πάτωμα του μικρού χωριάτικου σπιτιού, πάνω από το κεφάλι μου, και ένα μικρό κορίτσι προκύπτει μια στιγμούλα και αμέσως πάλι εξαφανίζεται. Δεν μπορεί να είναι μόνη της αυτή η μικρούλα.
Πάλι ένα χειροκρότημα και πάλι ανοίγεται το παράθυρο. Τώρα εμφανίζεται μια αδελφή λίγο μεγαλύτερη.
- «Τι πουλάς, μπάρμπα;» Ρωτά με το βλέμμα της στο δισάκκι μου.
- «Δεν πουλάω τίποτε», απαντώ, «αλλά είμαι έτοιμος να αγοράσω οτιδήποτε μπορείς να μου δώσεις από ποτά και φαγώσιμα».
Το παράθυρο κλείνεται πάλι και εγώ είμαι μόνος με τη δίψα. Σε λίγο κατεβαίνει φέρνοντας μια κανάτα νερό και ένα ποτήρι. Είναι 9 - 10 χρόνων, ξυπόλυτη. Φοράει ένα παλιό ριγωτό φόρεμα, που ήταν μια φορά μπλε. Εκεί που οι χωριάτισσες γυναίκες φθείρουν πρώτα τα φορέματα με τα βάρη, έχει δύο μπαλώματα σκούρο - μπλε. Έχει, λοιπόν, πάρει τα ρούχα της μητέρας ή μιας μεγάλης αδελφής.
Μου γεμίζει το ποτήρι με χέρι μαθημένο. Το νερό μπορούσε να είναι φρεσκότερο, αλλά μου αρέσει θαυμάσια.
Είναι μια μικρούλα, αλλά είναι Ελληνίδα. Λοιπόν στέκεται, περιμένοντας άλλες παραγγελίες μου. Έτσι έχουν μάθει οι Ελληνίδες εδώ από την Ομηρική εποχή. Και εγώ πιάνω την κουβέντα που πρέπει, για να ξέρει και αυτή και το χωριό τι είδος άνθρωπος είμαι. Μαθαίνω ότι είχα δίκιο με τα αμπέλια. Όλο το χωριό είναι κάτω στα χωράφια. Περιμένει όμως σε λίγο τη μητέρα.
Αν έχουν νηστέψει πολύ, ρωτάω.
- Μπα! Όχι και τόσο πολύ, απαντάει, με μια κατσουφιά που μάλλον έκαμε. Δεν ωφελεί, λέει. Το χιόνι και το κρύο έχουν πάρει και τα σιτάρια και τα αμύγδαλα. Ποιος ξέρει αν το αντέξουν και οι ελιές. Ο παπάς λέει ότι δεν φταίει το δικό του χωριό, ώστε δεν έχουν νηστέψει καθόλου!
Από εκεί τολμώ, λοιπόν, ακόμη ένα βήμα. Μήπως θα της ήταν δυνατό να μου βρει ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυράκι; Ρωτάω.
Το κορίτσι κοκκινίζει και δεν απαντά. Το βλέπω πως παλεύει με τη συνείδηση, αλλά γυρίζει στο σπίτι.
Περνάνε μερικά λεπτά της ώρας μέχρι ότου ξαναφανεί. Φέρνει τώρα έναν δίσκο καλά στρωμένο με τραπεζομάντιλο, τυρί, ελιές, ψωμί και μια κανάτα με κρασί.
Η μικρή της αδελφή την ακολουθεί πολύ περίεργη.
- Εάν μπορείς, μου ζητάει, να το φας γλήγορα, πριν γυρίσουν. Το ψωμί το έβαλα στο νερό για να μαλακώσει!
Το γεύμα μου άρεσε πάρα πολύ, αν και το ψωμί είναι μάλλον γλοιώδες και το τυρί τρομερά αλατισμένο. Είναι ένα γεύμα αμαρτωλό και από μια μικρή μαθήτρια μια επικίνδυνη ευεργεσία.
Εγώ, ο κακός δαίμων, σπεύδω όσο μπορώ. Συναισθάνομαι καλά ότι δύο ζευγάρια μαύρα μάτια παρατηρούν πολύ προσεκτικά τον δρόμο και την πλαγιά.
Μόλις τελειώνει το ψωμί, μαζεύει το πιάτο και τα άλλα προδοτικά της πράγματα και είναι έτοιμη να φύγει για το σπίτι. Εγώ βγάζω από την τσέπη μου δύο τάλιρα, να τα χαρίσω στα κορίτσια «για καραμέλες».
Τα μάτια των κοριτσιών αυξάνουν σαν τα τάλιρα και μια φωνή καταπλήξεως βγαίνει από τα χείλη.
- Δέκα δραχμές! Παναγία μου!
Αυτό είναι ένας πλούτος για ένα δεκαετές κορίτσι σε ένα μικρό Μεσσηνιακό χωριό το 1929!

NATAN VALMIN

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί