ΘΥΜΑΜΑΙ ΣΤΗ ΜΕΡΟΠΗ...


1947. 
26 Οκτώβρη του αγίου Δημητρίου.


Πήγαινα τότε στην πρώτη Δημοτικού.
Δεν θυμάμαι αν η μάνα μου έδωσε κάτι για πρωινό, ψιλόβρεχε και εμείς τα περισσότερα παιδιά, ξυπόλυτα, τραβήξαμε για το σχολείο.
Λίγο πριν την εκκλησία, ακριβώς στη μέση του δρόμου ήταν ένα πηγάδι. Ωραίο πηγάδι χτιστό και στα χείλη επάνω ήταν από μαρμαρόστρωτα που την είχε φάει γύρω – γύρω η τριχιά από τους μπουγέλους που ανεβάζανε χρόνια τώρα. Μπουγέλους τους λέγαμε τότε, μετά τους είπαν κουβάδες. Εκεί συναντιόντουσαν πιο συχνά οι γειτόνισσες, μάθαιναν τα μικροκουτσομπολιά, άλλαζαν κάποιες κουβέντες. Τότε δεν εμπόδιζε καμιά κυκλοφορία, μόνο δρόσιζε τους περαστικούς και εξυπηρετούσε τους γείτονες και το σχολείο.
Ίσια, απέναντι σε 100 μέτρα περίπου ήταν άλλο πηγάδι και δίπλα ο πλάτανος. αντικριστά οι ταβερνούλες του Τσετσέκου και του μπαρμπα-Σταύρου του Αγγελόπουλου.
Εκεί γινόταν το πανηγύρι του αη-Δημήτρη. Κράταγε δύο ημέρες, την παραμονή και ανήμερα. Είχαν γεμίσει τον τόπο καρέκλες, είχαν φέρει και όργανα με την Χαρούλα την τραγουδίστρια ,έπιναν οι μεγάλοι μπύρα και αν είχαν κανένα μικρό, έπινε γκαζόζα.
Ήταν λίγο μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου και ο εμφύλιος δυστυχώς διαρκούσε ακόμη.
Είχαν ανάγκη λίγη διασκέδαση οι άνθρωποι και όπως είχαν πουλήσει τα σύκα μπορούσαν να γευτούν αυτή τη λίγη χαρά του πανηγυριού.
Μάθαμε ότι χθες το βράδυ έγινε ωραίο πανηγύρι και για σήμερα περιμένουν καλλίτερο.

Χτύπησε το κουδούνι του σχολείου και μαζευτήκαμε στο προαύλιο της εκκλησίας για την προσευχή. Τα σύννεφα είχαν κατεβεί χαμηλά τόσο που νόμιζες ότι ακουμπούσαν στα δέντρα.
Μπήκαμε στις τάξεις μας και η βροχή όλο και δυνάμωνε. Αστραπές, βροντές που εσειόταν το σχολείο. Βροχή φοβερή, τίποτα δεν έβλεπες έξω, άρχισαν να μπαίνουν νερά από τα παράθυρα. Ο δρόμος είχε γίνει ποτάμι, από όλες τις αυλές έβγαιναν νερά.
Τότε, οι μεγάλες τάξεις έκαναν μάθημα στο χτήριο του Γυφτάκη και εμείς τα μικρά στο σπίτι της Πολύτως, δίπλα στην εκκλησία.
Τα χερότερα με την βροχή ακολούθησαν. Ξαφνικά ένας τεράστιος όγκος νερού κατέβαινε τον δρόμο. Έφερνε ξύλα, λιόπανα, κατσαρόλες, κοτόπουλα πνιγμένα, ότι φανταστείς.
Το νερό ανέβηκε μέχρι την είσοδο του σχολειού. Η δασκάλα μας η Βασιλική, μας είπε με προσοχή να ανεβούμε στην πάνω αίθουσα όπου και στοιβαχτήκαμε περίπου 80 παιδιά των δύο τάξεων. Τότε κάθε τάξη είχε περίπου 40 παιδιά. Φοβόμαστε τα αστραπόβροντα, άλλα κλαίγανε ,άλλα ζητούσαν τούς γονείς τους, χαμός.
Να πλησιάσει κάποιος το σχολείο ούτε σκέψη. Ο τόπος τελείως αδιάβατος οι ώρες περνούσαν και η βροχή χωρίς σταματημό. Η καημένη η Πολύτω ανέβηκε τις σκάλες με δύο καρβέλια ψωμί και άρχισε να μοιράζει κομματάκια σε όλα τα παιδιά. –“Έσπασε ο Ντουράκος” είπε στην Δασκάλα αλλά εμείς ούτε που καταλαβαίναμε τι σήμαινε αυτό.
Κατά τις 4 το απόγευμα είχε αρχίσει να κοπάζει η βροχή και τα νερά λίγο να υποχωρούν.
Κάποιος πατέρας με τα νερά πάνω από τα γόνατά του φώναξε να του δώσουν το παιδί του.
Ύστερα άλλος και άλλος. Στις 5 περίπου ήρθε και ο δικός μου πατέρας με ένα μπαστούνι μας πήρε από το χέρι εμένα και την αδερφή μου και μέσα στα νερά φύγαμε σιγά σιγά για το σπίτι. Εκεί στην διασταύρωση της αγοράς που είναι τώρα το Δημαρχείο, ήταν μια τεράστια λίμνη που το νερό της περιδινιζόταν και εγώ θυμάμαι ζαλίστηκα.
Στο σπίτι τι αντίκρισα... το νερό είχε μπει από το πάνω μέρος και έβγαινε κάτω στην αυλή.
Το ποτάμι φουσκωμένο εκεί στου Ρήγα τον φούρνο, συναντιόταν με το άλλο που ερχόταν από την μεριά της Οιχαλίας. Βγήκαν από την κοίτη τους και τα νερά έφτασαν ως του Μούστα. Το βουητό τους ήταν τρομαχτικό.
Την άλλη μέρα μπορέσαμε να ιδούμε τις καταστροφές. Τα χτήματα από την εκκλησία και πάνω είχαν σκεπαστεί με πέτρες - κροκάλες Είχαν ξεριζωθεί δέντρα είχαν πνιγεί πολλά ζωντανά . Το νερό είχε αποθέσει εκεί κοντά στην αγορά και μια μαρμαρόστρωτα με ένα σκάλισμα επάνω που έμοιαζε με μαργαρίτα. Είναι Βυζαντινής εποχής είπε ο δάσκαλος ο Πανούσης. Μπορεί να είχε και δίκιο αλλά βυζαντινό χτίσμα εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω αν υπάρχει γύρω στο χωριό μας.
Όλη αυτή την καταστροφή την έκανε ο Ντουράκο και η Λιοφάτα είπαν οι μεγαλύτεροι , πρέπει να γίνου έργα.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνη την θεομηνία, αλλά περισσότερο ακόμη θυμάμαι την Πολύτω με το ψωμί που μας έφερε. Μετά που μεγάλωσα και μέχρι σήμερα, όταν περνάω από εκεί, την θυμάμαι πάντα με συγκίνηση...

Του Δημήτρη Πετρόπουλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη