Ο ΒΡΑΧΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕ


Ήταν προχωρημένη η Άνοιξη. Ένα πρωινό, ξεκίνησα μόνος μου για το χωριό μου.

Η διαδρομή ήταν καταπληκτική, ο δρόμος άνετος, όλα χαρά θεού. Από τα Παραδείσια και κάτω ο δρόμος στενεύει αλλά δεν παύει να είναι όμορφος. Κατηφόριζα σιγά σιγά και εκεί στις πρώτες στροφές της Τσακώνας, στα δεξιά μου είδα το στενό δρομάκι που οδηγεί στον Βλαχονικόλα. Αμέσως χωρίς να το πολυσκευτώ, έκανα δεξιά , μπήκα στον μικρό χωματόδρομο και μετά από οκτακόσια δύσκολα μέτρα, σταμάτησα κοντά στο εκκλησάκι του Αη Νικόλα. Ήθελα να ιδώ τον τόπο που κάποτε είχα πάει κατασκήνωση και που αρκετές φορές με φίλους ήπιαμε ένα κρασάκι και ξεκουραστήκαμε.
Τα πλατάνια είχαν γεμίσει με φύλλα, χορταράκια και λουλούδια σκέπαζαν όλο τον τόπο. Ανέβηκα σιγά σιγά δίπλα από τον μικρό καταρράκτη με πολύ κόπο είναι αλήθεια και σε λίγο βγήκα σε ένα μικρό ξέφωτο. Η θέα ήταν καταπληκτική. Εκεί δίπλα ήταν ένας μεγάλος βράχος, γκρίζος. Τον παράστεκαν πουρνάρια και σφελάχτρια γύρω γύρω. Στα πόδια του, λίγα από τα τελευταία κυκλάμινα της άνοιξης. Μου ήρθε η επιθυμία να ανέβω επάνω στο βράχο να απολαύσω από εκεί την θέα. Μέριαξα λίγο τα πουρνάρια, με τσίμπησαν τα σφελάχτρια, μα στο τέλος τα κατάφερα. Ο βράχος ήταν σχεδόν επίπεδος επάνω, κατακάθαρος από τις τελευταίες βροχές και ζεσταμένος από τον ήλιο που τώρα είχε ανέβει ψηλά. Για να απολαύσω το τοπίο που ξανοιγόταν μπροστά μου, ξάπλωσα μπρούμητα πάνω στον βράχο, έβαλα την ζακέτα μου για μαξιλάρι κι ακούμπησα το πηγούνι μου. Τώρα τίποτα δεν εμπόδιζε τη ματιά μου να φτάνει ως πέρα μακριά...
Κοίταξα δεξιά μου το Τετράζι – τα Νόμια όρη, που είναι ο μεγαλύτερος ορεινός όγκος στα μέρη μας, συνέχεια κάτω τα βουνά της Κυπαρισσίας. Μπροστά μου ο κάμπος της πάνω Μεσσηνίας και απέναντι η βαθυπράσινη Ιθώμη που χαμήλωνε προς την Βαλύρα και άφηνε τη ματιά να φθάσει ως πέρα μέχρι εκεί που τα τελευταία νύχια του Ταΰγετου μπαίνουν στη θάλασσα. Κοίταζα και θαύμαζα, ώρα πολλή...
Τί νάχει ιδεί τούτος ο βράχος... μονολόγισα.
-Ω, έχω ιδεί τόσα πολλά... άκουσα μια απάντηση στη φωνή μου. Δεν τρόμαξα λες και την περίμενα.
- Αλήθεια το λες; Έχεις ιδεί πολλά;
- Ναι φίλε μου. Στέκω εδώ, τόσα χρόνια που άμα στα πω, δεν θα το πιστέψεις. Είδα τον τόπο να βράζει, είδα σεισμούς και πλημμύρες, χιόνια και καυτά καλοκαίρια, είδα την Ιθώμη να βγάζει φωτιές και καπνούς για χιλιάδες χρόνια μέχρι που ξεθύμανε. Ήταν ηφαίστειο βλέπεις και γιαυτό την είπαν και Βουλκάνο, είδα γεγονότα πίστευτα.
-Για λέγε, μπορείς να μου τα διηγηθείς, θέλω τόσο πολύ να σ’ακούσω και να μάθω...
-Αφού το επιθυμείς άκουσέ με. Θα σου πω λίγα έτσι σκόρπια όπως μου έρχονται στο νου, γιατί για όλα, θα χρεαζόταν μέρες να μιλάμε.
- Που λες, πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια μια μεγάλη αναστάτωση στη γη με κύλισε και με έφερε εδώ που με βρήκες. Ο κάμπος που βλέπεις εδώ μπροστά μας ήταν λίμνη, μέχρι που άνοιξε το ποτάμι της Μαυροζούμενας και στέγνωσε ο τόπος κι έγινε η έφορη τούτη πεδιάδα. Οι βράχοι δεν έχουν πόδια για να περπατάνε. Πάνε όπου τούς κυλίσουν. Κάθισα εδώ και έβλεπα όλα να εξελίσσονται βασανιστικά αργά γύρω μου. Πότε χαιρόμουν, πότε λυπόμουν αλλά έτσι είναι τα πράγματα στη φύση, έτσι τα έκαμε ο Μεγαλοδύναμος.
Κάποτε έφτασαν κάποιοι άνθρωποι εκεί στο βάθος κατά τη μεριά της Πύλου και της Κυπαρισσίας. Ήτανε λένε Αιολείς, Μινύες και Πελασγοί. Εδώ που είμαστε εμείς ήρθαν οι Λέλεγες. Βασιλιάς τους ήταν ο Πολυκάων και είχε γυναίκα του τη Μεσσήνη που έδωσε το όνομά της στον τόπο. Τρώγανε βελανίδια στην αρχή, μα σιγά σιγά προόδευσαν, έχτισαν δυνατές πόλεις. Κάπου εδώ αριστερά μας αν θυμάμαι καλά, ήταν η Οιχαλία.
-Σε παρακαλώ, θα ήθελα να μου πεις κάτι περισσότερο για τη Οιχαλία αν μπορείς.
- Θα σου κάμω τη χάρη. Που λες, η Οιχαλία ήταν πλούσια πόλη με γερά τείχη. Όταν βασιλιάς της ήταν ο Εύρυτος, πέρασε από εδώ ο Ηρακλής. Ο Εύρυτος είχε μια κόρη πανέμορφη την Ιόλη. Την είδε ο Ηρακλής και τρελλάθηκε. Πήγε στον πατέρα της και τη ζήτησε, αλλά ο Εύρυτος ήξερε ότι ο Ηρακλής ήταν παντρεμένος με την Δηιάνειρα και δεν ήθελε η κόρη του να είναι μια πρόχειρη δεύτερη γυναίκα του Ηρακλή και αρνήθηκε. Τότε ο Ηρακλής, πολιόρκησε την πόλη, την κατέλαβε και σκότωσε τον δυστυχή Εύρυτο, αλλά η Ιόλη που και εκείνη δεν ήθελε έναν τέτοιο γάμο, πήγε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τα τείχη της Οιχαλίας. Όμως την έσωσαν τα ρούχα της που διπλώθηκαν κάπου στα δέντρα και έτσι ο Ηρακλής την έκαμε με το ζόρι γυναίκα του. Πέρναγε ο καιρός, ήρθε ο Χειμώνας και ο Ηρακλής που κρύωνε, παρήγγειλε στην γυναίκα του τη Δηιάνειρα, να του στείλει τον χιτώνα του. Η Δηιάνειρα που είχε μάθει τις αταξίες του άντρα της και είχε θυμώσει ,ράντισε τον χιτώνα με αίμα του Κένταυρου Νέσσου. Μόλις τον φόρεσε ο Ηρακλής, λαμπάδιασε. Φώναζε και χτυπιόταν, αλλά ο χιτώνας είχε κολλήσει επάνω του ώσπου κάηκε και πέθανε. Από μια γυναίκα πήγε κι αυτός...
-Για τη Μερόπη τι έχεις να μου πεις; Ρώτησα ανυπόμονα.
-Μη βιάζεσαι, θα σου πω παρακάτω. Που λες, περνούσαν τα χρόνια, οι άνθρωποι πρόκοβαν, περνούσαν καλά και εγώ στην ίδια πάντα θέση ρέμβαζα, ώσπου μια μέρα εδώ από πάνω που καθόμαστε, άκουσα καινούργιες φωνές, αλλιώτικες από τις δικές μας να μαλώνουν. Έμαθα ότι ήταν Δωριείς. Αυτοί λοιπόν μόλις αντίκρισαν από εδώ πάνω τον έφορο κάμπο του Στενυκλάρου που απλώνεται από εδώ μέχρι κάτω την Κυπαρισσία και πέρα στα Νότια την πεδιάδα της Μακαρίας, την κάτω Μεσσηνία, ο καθένας ήθελε αυτόν τον ευλογημένο τόπο για τον εαυτόν του. Τί να κάνουν λοιπόν, έριξαν κλήρο ποιός θα πάρει την Μεσσηνία. Έτυχε τότε ο κλήρος στον Κρεσφόντη, αφού είχε κάνει πρώτα μια μικροαπατεωνιά. Τι απάτη έκανε , θα στο πω μια άλλη φορά.
Πήρε ο Κρεσφόντης τη Μεσσηνία, εγκαταστάθηκε στον Στενύκλαρο εδω μπροστά μας κοντά στο Αλιτούρι, έγινε βασιλιάς και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας του Κύψελου. Την λέγανε ΜΕΡΟΠΗ. Μετά τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια περίπου, ένας ωραίος δικός σας άνθρωπος, ο λαογράφος Νικ. Πολίτης υπέδειξε να δώσουν το όνομα της Μερόπης στο χωριό σου. Κατάλαβες τώρα από που πήρε το όνομά της η Μερόπη σου;
-Ω, δεν τόξερα και σε ευχαριστώ, αλλά τί απέγινε η βασίλισσα η Μερόπη;
-Ναι, δεν είχε και τόσο καλή τύχη. Ο Πολυφόντης εσκότωσε τον άνδρα της τον Κρεσφόντη καθώς και τα δυό μεγάλα της παιδιά και την πήρε με το ζόρι γυναίκα του. Μια μέρα όμως η Μερόπη με τον μικρότερο γυιό της τον Αίπυτο, κατάφερε να το σκάσει . Μόλις μεγάλωσε ο Αίπυτος γύρισε στον Στενύκλαρο και σκότωσε τον Πολυφόντη. Ο λαός της Μεσσηνίας σ’ αυτόν τον πλούσιο τόπο προόδευε. Έκανε και άλλες πόλεις, να εκεί μπροστά μας κατά του Δεσύλλα χτίσανε την Άμφεια, πιο εδώ στου Μπούγα την Ανδανία, έχτισε ναούς και ιερά.
Εδώ κάτω δεξιά μας εκτεινόταν το Καρνάσειο άλσος που έφτανε ως πέρα τα Νόμια όρη, το Τετράζι. Ο Χάραδρος, το φιλαίικο ποτάμι, περνούσε από το άλσος που ήταν φυτεμένο με διάφορα δέντρα αλλά κυρίως με κυπαρίσσια. Στο ιερό που ήταν εκεί, ετελούνταν μυστήρια.
Οι μυημένοι, ανάσαιναν τον καπνό της δάφνης, έπιναν τον κυκεώνα και μίλαγαν με τούς θεούς με λόγια ακατάληπτα που μόνο οι ιεροφάντες τους τα εξηγούσαν. Ούτε εγώ καταλάβαινα τίποτα..
Στο Καρνάσειο άλσος ήρθε μια μέρα ένας με την λύρα του από πολύ μακριά, από τη Θράκη. Τον έλεγαν Θάμμυρι. Έπαιζε την λύρα του και σταματούσαν τα πουλιά να τραγουδούν για να τον ακούσουν. Όμως περηφανεύτηκε πάρα πολύ και ήθελε να κάνει μουσικό αγώνα με τις Μούσες. Φυσικά έχασε και οι Μούσες για τιμωρία, του αφαίρεσαν την ικανότητα να παίζει λύρα και τον τύφλωσαν. Απογοητευμένος και καταλυπημένος ο Θάμμυρις, περπάτησε δίπλα από τα νερά του Χάραδρου μέχρι εκεί που συναντάει τα νερά της Μαυροζούμενας. Περπάτησε λίγο ακόμη κρατώντας την άχρηστη πια λύρα στα χέρια του και την πέταξε στα νερά του ποταμού που πήρε το όνομα Βαλύρα...
Ας πάρουμε μια ανάσα όμως, πολλά είπαμε και έχουμε ακόμη πιο πολλά να πούμε.
-Δίκιο έχεις, αλλά εγώ ανυπομονώ φίλε μου να ακούσω περισσότερα.
-Καλά λοιπόν, συνεχίζω. Οι γείτονές τους οι Σπαρτιάτες, που τούς έδερνε η φτώχια και ζήλευαν, έψαχναν αφορμή να τούς αρπάξουν τον τόπο. Βρήκανε σαν αιτία ότι κάποια παιδιά της Μεσσηνίας τούς άρπαξαν τα κορίτσια τους εκεί στον Ναό της Άρτεμης. Και άρχισε φίλε μου ο πόλεμος μεταξύ των σπαρτιατών και των Μεσσηνίων το 743 π.Χ. Με δυσκολία οι Σπαρτιάτες κράτησαν τον τόπο τούτο για πάνω από 350 χρόνια. Στο ενδιάμεσο διάστημα έγινα πολλές προσπάθειες των Μεσσηνίων να διώξουν τους κατακτητές τους αλλά τρεις είναι οι μεγαλύτερες. Οι Σπαρτιάτες κατέβαιναν από πάνω από το Λεοντάρι, μετά από τα Παραδείσια, περνούσαν εδώ δίπλα μου,- καμμιά φορά ξεκουράζονταν στην πλάτη μου- και πολεμούσαν εδώ στον κάμπο μπροστά μας. Οι δυστυχισμένοι Μεσσήνιοι κλεινόντουσαν πότε στο φρούριο της Είρας και πότε στης Μεσσήνης. Ήταν γενναία παλληκάρια οι Μεσσήνιοι και πολλές φορές εδυσκόλεψαν τούς Σπαρτιάτες που αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις ακόμη και από τούς Αθηναίους η και τούς Μακεδόνες.
-Τί; από τούς Μακεδόνες είπες;
- Ναι αμέ. Διάβασε λίγο και τον περιηγητή τον Παυσανία που τα λέει ολοκάθαρα... ΄
- Έχεις δίκιο, θα τον διαβάσω μόλις βρω ευκαιρία.
-Βέβαια δεν άντεξαν οι δύστυχοι , υποδουλώθηκαν στους Σπαρτιάτες και σκόρπισαν σε άλλα μέρη και κυρίως στην Σικελία όπου έχτισαν την Μεσσήνη. Μετά από πολλά χρόνια στην σκλαβιά η την εξορία, το368 π.Χ. μετά την ήττα των Σπαρτιατών από τον Επαμεινώνδα τον Θηβαίο, ξανάχτισαν την πόλη τους εκεί στην Ιθώμη -που θα πει ανηφορικό όρος – και διατηρήθηκε μέχρι την κατάκτηση ολόκληρης της Ελλάδας από του Ρωμαίους το 146 π.Χ. Αλλά και μετά διατηρήθηκε η πόλη με τα μνημεία και τούς ναούς της αλλά όταν έγινε αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ο Θεοδόσιος, -εκείνος που σε μία μόνο ημέρα έσφαξε 7000 ανθρώπους στην Θεσσαλονίκη-, έδωσε εντολή να γκρεμίσουν τούς ωραίους ναούς και τα ιερά, δεν έμεινε τίποτα όρθιο....και μετά εμείς οι χριστιανοί τον είπαμε Μέγα Θεοδόσιο... μυστήρια πράγματα... Θα σου πρότεινα αγαπητέ μου φίλε, να πάς να ιδείς τί βρέθηκαν στις ανασκαφές που χρόνια τώρα κάνει ο καθηγητής της αρχαιολογίας, ο κ. Θέμελης, στο Μαυρομάτι της Ιθώμης.
Μετά που λες, ακολούθησαν χρόνια σκοτεινά. Γινόντουσαν κάθε τόσο μάχες εδώ στο Μακρυπλάγι. Θυμάμαι τούς Γότθους το 395, τούς Σλαύους το 588...Εκείνο όμως που μου έχει μείνει περισσότερο στην μνήμη είναι οι Σταυροφόροι. Ήρθανε μια χούφτα από δαύτους, φορτωμένοι στο σίδερο, με δυνατά άλογα, καλοί πολεμιστές και κάτω εκεί προς την Μεσσήνη στον ελαιώνα του Κούντουρα, διακόσιοι ιππότες και πεντακόσιοι στρατιώτες, σκόρπισαν τούς 6000 δικούς μας. Ήτανε το 1205. Και εδω στο Μακρυπλάγι μας νίκησαν και πάλι αργότερα.
Το 1381 ήρθανε οι Ναβαραίοι από την Ισπανία και χτίσανε τότε το δικό σας το Σπανοχώρι που πιο σωστά είναι Ισπανοχώρι.
- Δεν τόξερα αυτό. Είναι τόσο παλαιό το Σπανοχώρι;
- Ναι αμέ και ακόμη πιο παλαιό είναι το Μούστα, από τα βυζαντινά χρόνια.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία φθειρόταν χρόνο με τον χρόνο και είχαν μείνει λίγα κομμάτια εκεί κατά τον Μυστρά. Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι, αδέρφια να φανταστείς, τρωγόντουσαν σαν τα σκυλιά. Ο μόνος καλός από δαύτους ο Κωνσταντίνος, είχε γίνει αυτοκράτορας στη Πόλη και οι άλλοι εδώ στον Μωριά συνέχιζαν το βιολί τους. Μια μέρα είδαν να φτάνουν στα μέρη τους σαρικοφόροι Τούρκοι με στρατηγό τον γερο Τουραχάν. Τούς συμβίβασε για λίγο, αφού τούς έβαλε να πληρώνουν και κάτι φόρους και έφυγε. Μόλις έφυγε αυτοί σκότωσαν το γυιό του Τουραχάν και άρχισαν τα ίδια μέχρι που ο ένας από αυτούς κάλεσε σε βοήθεια τους Τούρκους. Αυτή τη φορά όμως δεν ήτανε ο γερο Τουραχάν να τους συμβιβάσει. Αρχηγός ήτανε ένας νέος και Σουλτάνος, ο ίδιος ο Μωάμεθ που λίγο πριν είχε πάρει την Πόλη. Οι δυστυχισμένοι οι Έλληνες έφυγαν από τον Μυστρά και ήρθαν και κλείστηκαν εδώ αριστερά μας στο κάστρο του Γαρδικιού που ήταν το πιο δύσκολο κάστρο στην Πελοπόννησο. Ο Μωάμεθ το πολιόρκησε και το κατέλαβε. 6000 γυναικόπαιδα και άνδρες δεμένους χέρι χέρι , τούς έσφαξε εκεί. Από τότε το μέρος αυτό ονομάστηκε κόκκαλα.... από τότε άρχισε η μεγάλη νύχτα της σκλαβιάς, πού θα κράταγε κοντά τετρακόσια χρόνια...
-Λυπηρό, πολύ λυπηρό μα όλα τα βάσανά μας τα φέρνει η διχόνοια...
-Μη νομίσεις όμως πως οι σκλαβωμένοι Έλληνες δεν έκαναν κάποιες απόπειρες να διώξουν τούς κατακτητές τους, μια φορά μάλιστα ,το 1769, οι Τούρκοι κάλεσαν τουρκαλβανούς για να τούς τιθασεύσουν και εκείνοι δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα, πυρπόλυσαν τα πάντα και από τότε έμεινε η φράση ‘’ο κατακαημένος ο Μωριάς’’.
Βλέπεις εκεί μπροστά μας δεξιά από το δρόμο; Είναι τα χωριά Πολίχνη, Κεντρικό Καλλιρρόη.
-Ναι τα βλέπω αλλά τι θέλεις να μου πεις γιαυτά;
-Από εκεί ξεκίνησαν τα σαράντα παλληκάρια για να πάρουνε την Τριπολιτσά. Από τη Λειβαδιά.
- Καλά, δεν ξεκίνησαν τα παλληκάρια από τη Λειβαδιά της Βοιωτίας;
-Είσαι καλά; ήταν δυνατό εκείνη την εποχή να ξεκινήσουν από τη Βοιωτία να πάνε στην Τριπολιτσά; Από εδώ ξεκίνησαν και δεν θέλω καμμία αντίρρηση γιαυτό που σου λέω. Ξεκίνησαν αλλά ‘’ τη συμβουλή του γέρου την εξεχάσανε, ήπιαν και μεθύσαν και τούς πιάσανε , στη φυλακή τους πήγαν , να τούς κρεμάσουνε’’
Δεν την πήραν τότε την Τριπολιτσά, μα κάτι χρόνους αργότερα κάποια άλλα παλληκάρια την πήρανε. Ήταν Σεμπτέβρης του 1821. Κάνανε και κάτι ζημιές στην Τριπολιτσά τα παλληκάρια, αλλά έτσι είναι ο πόλεμος....,
Εδώ πάνω στην ράχη μου που κάθεσαι κι εσύ, ερχόταν και καθότανε ο Θοδωράκης.
-Ποιός Θοδωράκης;
-Με συγχωρείς, μα μου ήτανε τόσο οικείος που τον φώναζα με το μικρό του όνομα. Ο Θεόδωρος ο Κολοκοτρώνης. Συνέχεια πέρναγε από εδώ όταν φύλαγε τα Ντερβένια. Καθόταν στην πλάτη μου κι αγνάντευε τον τόπο που γεννήθηκε , το Ραμοβούνι προς τον Βασιλικό και κάτι χτήματα που είχε από την μάνα του στους Δογαντζήδες.
Πολεμήσανε οι άνθρωποι σκληρά, πάθανε καταστροφές, πέρασε και ο Ιμπραήμ που δεν άφησε τίποτα μα λευτερωθήκανε. Αμέσως άρχισαν να τρώγονται όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί τους, και αν θέλεις να μάθεις περισσότερα αγαπητέ μου, διάβασε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Πέρναγαν τα χρόνια –ποτέ βέβαια δεν ήταν όλα καλά- αλλά γίναμε κράτος.
Ήρθε το 1940. Λέγανε ότι γινόταν ο μεγαλύτερες πόλεμος. Ξαφνικά μια μέρα ο ουρανός έριχνε φωτιά . Τούτοι που ήρθαν από την πολιτισμένη Ευρώπη, σκότωναν ‘’καλλίτερα’’ από όλους .Μέχρι και βράχους μπορούσαν να σκοτώσουν. Πρώτη φορά φοβήθηκα στην χιλιόχρονη ζωή μου. Δόξα τω Θεώ, έμειναν μόνο λίγο καιρό-κάπου τέσσερα χρόνια- και πήγαν από κει που ήρθαν. Ακολούθησε ένας αδερφοκτόνος πόλεμος που λίγο – πολύ τα έχετε ακουστά όλοι σας. Ποτέ να μην ξαναγίνει κάτι τέτοιο...δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω αγαπητέ μου...
-Θέλω να σε ευχαριστήσω, μου είπες ενδιαφέροντα πράγματα . Νομίζω πως πρέπει να πηγαίνω. Ίσως κάποια άλλη φορά να τα ξαναπούμε μιας και δεν φεύγεις από εδώ ...
- Για στάσου μια στιγμή. Μη νομίσεις ότι σου έκανα μάθημα ιστορίας. Άλλωστε τί ξέρω εγώ; Ένας απλός βράχος είμαι και είπα ότι είδαν τα μάτια μου ,έτσι για να σου κινήσω το ενδιαφέρον για τούτον τον ιστορικό αλλά και πανέμορφο τόπο. Εσύ όμως ψάξε και μάθε περισσότερα για νάσαι περήφανος που γεννήθηκες εδώ....
-Ναι φίλε, στο υπόσχομαι να το κάνω. Θα διαβάσω, θα ρωτήσω θα μάθω...
Δίπλωσα τη ζακέτα μου, χαιρέτησα τον απροσδόκητο τούτο φίλο και σιγά σιγά απομακρύνθηκα...
Του Δημήτρη Πετρόπουλου

Σχόλια

  1. Υπέροχο κείμενο, πολύ διδακτικό για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Μπορεί οι μαθητές μου να μην είναι από την Οιχαλία, σίγουρα όμως το συγκεκριμένο πρέπει να διαβαστεί σε κάποιο σχολειό του τόπου σας. Θα τους κινήσει το ενδιαφέρον, θα τους συγκινήσει. . . Πόσα ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον του τόπου απαντώνται μέσα από τη βαθιά γνώση του παρελθόντος του. . .

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη