Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΗ ΜΕΡΟΠΗ


Η ΜΕΡΟΠΗ, ήταν πάντοτε ένα «ζωηρό» χωριό.
Αυτή η ζωντάνια του οφειλόταν, κυρίως, όπως μπορούμε σήμερα να εκτιμήσουμε, τόσο στην μεγάλη του γεωργική παραγωγή αλλά κυρίως ότι είχε ανθρώπους με κάποια σχετική μόρφωση σε σύγκριση με τούς κατοίκους των άλλων χωριών, αλλά και στο μέγεθός του.
Έτσι έρχονταν στην Μερόπη – όπως μου έχουν διηγηθεί οι παλαιότεροι- θεατρικοί θίασοι, χοροδιδάσκαλοι, μουσικοί κλπ. Ακόμη και τα Καλουτάκια είχαν περάσει με περιοδεύον θεατράκι από το χωριό μας.
Γι’ αυτά εγώ δεν μπορώ να μιλήσω επειδή δεν τα έζησα.


Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, να σας διηγηθώ όπως τα θυμάμαι, πως ήταν η διασκέδαση στο χωριό μας μετά την απελευθέρωση, μετά το 1947.


Πρώτα από όλα τα χωριά οι καραγκιοζοπαίχτες ερχόντουσαν στην Μερόπη. Ο Φιλτισάκος, ο καλλίτερος όλων, ο Βασίλαρος ο Σακελλαρίου. Έφερναν τις φιγούρες τους Καραγκιόζη, Κολλητήρια, Πασσάδες, τον Μπαρμπαγιώργο ,Τον Νιόνιο ,τον Μεγαλέξανδρο και το φίδι, τα σεράγια των πασάδων, την παράγκα του Καραγκιόζη.... και όλα αυτά, τα ζωγράφιζαν και τα κατασκεύαζαν μόνοι τους.
Μόλις έφθανε η είδηση για την άφιξη του Καραγκιόζη, εμείς οι πιτσιρικάδες, αρχίζαμε να ψάχνουμε τρόπους να βρούμε τα χρήματα για το εισιτήριο. Το ευκολότερο μας ήταν να μαζέψουμε χαμολόι ελιές να τις πουλήσουμε ή να γκρινιάξουμε στους γονείς μας.
Έστηναν την σκηνή τους στο καφενείο, έβαζαν τις λάμπες ασετιλίνης και το βράδυ ήταν η παράσταση. Τι γινόταν μέσα εκεί στο καφενείο μόνο το ζεις. Δεν περιγράφεται με λίγα λόγια. Στα αστεία τους οι καραγκιοζοπαίχτες έβαζαν και πρόσωπα του χωριού. Έλεγε το Κολλητηρι. –μπαμπάκα πεινάω. – Να πάς στην ταβέρνα του Φώτη του Τσίρου να φας πατσά, έλεγε ο Καραγκιόζης. Γέλια ο κόσμος. Εκεί που γινόταν χαμός ήταν όταν ο Μπαρμπαγιώργος με την φουστανέλα του έδερνε τον Βεληγκέκα. Μας έπιανε το πατριωτικό, σφυρίζαμε, χειροκροτούσαμε φωνάζαμε ...
Σας είπα για τον Φιλτισάκο που ήταν ο πιο καλός απ’ όλους. Πραγματικά, όσοι παλιοί τον θυμούνται πιστεύω να συμφωνήσουν μαζί μου. Έκανε τόσο ωραία τον Καραγκιόζη, που ποτέ μου δεν ξανάκουσα τόσο σωστά. Άλλαζε την φωνή του από την χοντροφωνάρα του Καραγκιόζη ως την λεπτή φωνή της Αγλαΐας, τόσο παραστατικά τόσο σωστά χωρίς ποτέ να μπερδεύει τις φωνές των ηρώων της παράστασής του. Νόμιζες πραγματικά ότι οι φιγούρες μιλούσαν. Αξίζει να τον θυμόμαστε γιατί εκείνα τα δύσκολα χρόνια μάς διασκέδασε και γιατί όχι ίσως και κάτι μας δίδαξε.
Καμιά φορά ερχόταν ένα κινηματογραφικό συνεργείο του στρατού και μας έδειχναν επίκαιρα πάντα από τις δραστηριότητες των βασιλέων και του στρατού. Εμείς όμως περιμέναμε να μάς δείξουν τον Μίκυ Μάους.
Θυμάμαι που είχε έρθει και ένας θίασος γύρω στα 1957 -58 του Προβελέγγιου. Είχε μαζί του και έναν ταχυδακτυλουργό τον ‘Απολλο και μία μικρή θεατρίνα 16 – 18 χρονών την Νανά που όλοι εμείς οι πιτσιρικάδες την ερωτευτήκαμε.
‘Έπαιξε στο καφενείο του Μητσιάκου τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα
Αυτό όμως που ήταν πραγματική διασκέδαση γιά τον κόσμο εκείνη την εποχή, ήταν το κέντρο του Βελώνη. Ο Μπαρμπαγιάννης ο Βελώνης είχε έρθει από την Αμερική και είχε
φέρει μαζί του ένα αυτόματο ραδιοπικάπ που άλλαζε μόνο του τούς δίσκους. Για όλους μας, ήταν ανεξήγητο πώς μπορεί ένα πικάπ να αλλάζει μόνο του δίσκους....
Άνοιξε το κέντρο – ουζερί στην αυλή του σπιτιού του. έχοντας ιδεί πολλά στην Αμερική, έφτιαξε ένα κέντρο στη Μερόπη που δεν βρισκόταν σε μεγαλουπόλεις. Γύρω – γύρω το αγιόκλημα με τις τριανταφυλλιές, τα μελισσάκια, λουλούδια σε γλάστρες, ηλεκτροφωτισμός από γεννήτρια - που τότε ήταν άγνωστος σε μάς- μεγάφωνα για την μουσική και πάρα πολλούς δίσκους με λαϊκά και δημοτικά τραγούδια. Κάτω από αυτή τη φωτοχυσία τα τραπεζάκια για το κόσμο. Θυμάμαι μια βραδιά, που κάμποσα νέα παιδιά που θα έφευγαν για στρατιώτες, έκαναν ένα μεγάλο γλέντι, μέθυσαν ,τραγούδησαν και εμείς οι πιτσιρικάδες μαζεμένοι απέναντι από το ποταμάκι χαζεύαμε έκπληκτοι γι’ αυτά που βλέπαμε. Τα τραγούδια από τα μεγάφωνα όπως είπαμε ακούγονταν ως πέρα. Ένα βραδάκι μία γιαγιά από του Μούστα, η γιαγιά η Λιάκαινα, κοντοστάθηκε και άκουγε κάτι ωραία καλαματιανά . Ήταν και ένα τραγούδι που έλεγε στην βρύση την κρυόβρυση ‘’ και τελείωνε με τον στίχο, "την Κυριακή παντρεύουμε τον άντρα να φιλήσω" <πω πω οι σεργούνες, τα λένε ούλα πια>; φρύαξε η γιαγιά και έφυγε βιαστική για του Μούστα. Που είσαι γιαγιά σήμερα να ιδείς τι βλέπουμε και τί ακούμε....


Υπήρχαν βέβαια και τα πανηγύρια τόσο στην Μερόπη όσο και στα γύρω χωριά όπου όποιος είχε την δυνατότητα πήγαινε με φίλους η την οικογένειά του. Γι’ αυτά τα πανηγύρια όμως χρειάζεται μια άλλη περιγραφή.....
Του Δημήτρη Πετρόπουλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη