Ο ΘΑΜΜΥΡΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΧΑΛΙΑ

Πέρα στις πλατειές πεδιάδες της μακρυνής Θράκης, η άνοιξη είχε φτάσει γιά τα καλά. Οι ημέρες είχαν μεγαλώσει, τα ηλιοτρόπια είχαν ψηλώσει κοιτάζοντας συνέχεια τον Ήλιο, και τα βουβάλια στούς βάλτους αναμασούσαν τεμπέλικα το χορτάρι. Στίς πυκνόφυλλες λεύκες τα πουλιά έφιαναν τίς φωλιές τους.
Εκείνο το πρωινό, σ’ενα χωριουδάκι ανατολικά του Νέστου, ένας νέος ψηλός με κατάξανθα μακρυά μαλλιά, βγήκε στο δρομάκι. Ξοπίσω του η ηλικιωμένη γυναίκα με τον μακρύ της χιτώνα τον ακολούθησε.
-Ωστε γυιέ μου θα φύγεις; τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη.
- Ναί μητέρα, πρέπει να φύγω. Ο Βασιλιάς της Οιχαλίας με κάλεσε στα μεγάλα Μυστήρια που θα γίνουν στην αρχή του φθινόπωρου στό Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας. Θα παίξω λύρα και θατραγουδήσω στην τελετή της έναρξης. Η Μεσσηνία μάνα μου είναι τόσο μακρυά που δεν το βάνει ο νους σου και πρέπει να ξεκινήσω τώρα που είναι Άνοιξη για να είμαι εκεί στήν αρχή του φθινόπωρου.
Είδε η μάνα ότι δεν γινόταν να αναβάλει το ταξίδι ο γυιός της.Πήρε το ταγάρι που είχε αποθέσει στό χώμα και του το πέρασε στό ώμο. Είχε βάλει μέσα τυρί βουβαλίσιο, ξεροψημένο ψωμί, λίγο παστό κρέας και αλατισμένους ηλιόσπορους. Στόν άλλο του ώμο ο γυιός είχε κρεμασμένη τη λύρα του από έναν δερμάτινο ιμάντα κι ένα φλασκί με κρασί.
Γύρισε ,κοιτάχτηκαν στά μάτια και μετά αγκαλιάστηκαν σφιχτά γιά ώρα πολλή. Ένιωθε τα δάκρυα της μάνας του καυτά στόν λαιμό του και άκουγε τίς ψυθιριστές συμβουλές της και τίς ευχές της γιά το μακρυνό του ταξίδι. Μετά ξαφνικά χωρίστηκαν και ο νέος με μεγάλα βιαστικά βήματα απομακρύνθηκε . Καθώς ξεμάκραινε, η μάνα του έκανε λίγοστά βήματα κατά κείνον και φώναξε . -Γυιέ μου να προσέχεις. Έκείνος σήκωσε το χέρι χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει , σ’εναν τελευταίο χαιρετισμό και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Η μάνα ξαναμπήκε στο σπιτάκι και σφούγγισε τα μάτια της με το μαντήλι της κεφαλής της , όπως κάνουν όλες οι μάνες όταν το παιδί τους ξενητεύεται.
Στήν άκρη του χωριού, ο νέος άνοιξε την αυλόπορτα ενός σπιτιού και μπήκε. Σέ μιά γωνιά καθότον ο γέροντας, τυφλός και χάιδευε τον σκύλο του.
-Γειά σου αγαπημένε μου δάσκαλε, είπε με σεβασμό.
-Καλώς ήλθες Θάμμυρι, αντιχαιρέτισε ο γέροντας. Ξεκίνησες λοιπόν;
-Ναί δάσκαλε, όπως σου έχω εξηγήσει, ο Βασιλιάς της Οιχαλίας, επιθυμεί να παίξω λύρα και να τραγουδήσω εγώ στα μεγάλα Μυστήρια. Οι πρώτοι βασηλιάδες της Ανδανίας, ο Πολυκάων και η Μεσσήνη, έφεραν στήν αρχή τα μυστήρια από την Ελευσίνα, αλλά τώρα έχουν περάσει ήδη πέντε γεννιές και ο νέος Βασιλιάς θέλει να τα αναβαθμίσει.
-Θάμμυρι, είπε ο γέροντας, ο τόπος μας γέννησε τους σπουδαιότερους μουσικούς του κόσμου. Εδώ γεννήθηκε ο ισόθεος Ορφέας, ο μεγάλος Μουσαίος και σύ είσαι αγαπημένε μου Θάμμυρι, ισάξιός τους. Θά σου δώσω την τελευταία μου συμβουλή πρίν φύγεις στά μακρυνά ξένα. Νά είσαι πάντα σεμνός γυιέ μου.Να σέβεσαι και να τιμάς τους θεούς και να αγαπάς τους ανθρώπους. Να μήν παραβαίνεις ποτέ τού νόμους και τούς ανθρώπινους και τους θεικούς. Τίποτα άλλο. Να πάς στό καλό εκεί που θα μιλήσεις με τούς θεούς και θα σε ακούσουν οι άνθρωποι. Στό καλό. Καί μην ξεχάσεις να γυρίσεις Θάμμυρι.
- Δάσκαλε, όλα όσα μου είπες τα έβαλα καλά στο μυαλό μου και σου ορκίζομαι στούς Ολύμπιους θεούς ότι θα τμήσω τον τόπο μου και σένα, που με δίδαξες την τέχνη της λύρας, να σέβομαι τους θεούς και μέμαθες να αγαπάω τόν κόσμο.
Έσφιξαν τα χέρια, κοιτάχτηκαν στά μάτια γιά λίγο και χωρίστηκαν. Σέ κείνη τη ματιά του δάσκαλου, ο Θάμμυρις είδε όλη τη γαλήνη που δίνει η σοφία στον άνθρωπο, είδε την καρτερία και την ανεκτικότητα, είδε το βλέμμα του δάσκαλου να κοιτάζει πέρα από τα εγκόσμια. Θα ήθελε νάρθει μιά μέρα που θα μοιάσει στό σοφό του δάσκαλο...
Βγήκε στό δρόμο και τράβηξε δυτικά. Λαμπερός ο ήλιος πάνωθέ του έκανε τα μαλλιά του να μοιάζουν σαν στέμμα και η ματιά του καθάρια κι αποφασιστική, το βήμα γρήγορο και σταθερό που θα τόν έφερνε στο βασίλειο της Οιχαλίας.
Περπάταγε την ημέρα και τη νύχτα κοιμόταν όπου τον έπιανε το σκοτάδι, σε καλύβα ,σε στάνη η και κάτω από τον έναστρο ουρανό θαυμάζοντας τα διαμάντια του Γαλαξία.
Περπάταγε δέκα ημέρες τώρα και έφτασε στον Ίασμο στην χώρα των ανθρωποφάγων Κικκόνων. Ο βασιλιάς τους ο Μάρων, είχε ακούσει για την τέχνη του Θάμμυρι, τον κάλεσε στό παλάτι του και τον παρακάλεσε να παίξει γιά χάρη του. Έπαιξε ο Θάμμυρις τη λύρα του και αυτοί οι ανθρωποφάγοι Κίκκονες ηρέμησαν και άκουγαν εκστατικοί τη θεία μουσική της λύρας. Ο βασιλιάς του έδωσε για ασφάλεια δύο στρατιώτες να τον συνοδεψουν μέχρι τα σύννορα της χώρας κι ‘εφυγε για τη συνέχεια του ταξιδιού του. Μετά τέσσερις ακόμη ημέρες, ήταν στο βασίλειο του Διομήδη με τα ανθρωποφάγα άλογα, δεν είχε ακόμη περάσει ο Ηρακλής να του τα πάρει και τα έτρεφε με ανθρώπινες σάρκες. Ο Διομήδης ήταν άγριος βασιλιάς, μα δεν ήταν ασυγκίνητος στη θεική μουσική του Θάμμυρι και τον πήρε στο παλάτι του για να τον ακούσει από κοντά να τραγουδάει τα κατωρθώματα του Οίαγρου και την τέχνη του Ορφέα. Έμεινε λίγες μέρες να ξεκουραστεί στο παλάτι του βασιληά και μετά ξεκίνησε πάλι για το ταξίδι του. Πέρασε τον Νέστο, περπάταγε μέρες πολλές και μπήκε στην Πιερία. Αντίκρυσε από μακρυά το Όλυμπο χιονοσκέπαστο και από τα ανατολικά του τη καταγάλανη ήρεμη θάλασσα. Έφτασε στην κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στην Όσσα και τον Όλυμπο΄και κει στά βαθίσκια πλατάνια κάθησε λιγο να αναπαυτεί. Λούστηκε στα γαλαζοπράσινα νερά του Πηνειού και πήρε τη λύρα του να παίξει γιά τους θεούς.
Μέ τίς πρώτες νότες της λύρας, τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν. Όλα σώπασαν. Σαν προχώραγε το ουράνιο παίξιμο, πάνω στόν Όλυμπο ο Δίας άφησε κατάχαμα τούς κεραυνούς του και η Ήρα έπαψε τη γκρίνια. Ο Απόλλωνας θαύμαζε ένα λυράρη σχεδόν ισάξιό του, η Αθηνά σταύρωσε τα χέρια εκστασιασμένη από την αρμονία κι η Αφρροδύτη φόρεσε τα εσώρουχά της σοβαρεύοντας. Ο Πλούτωνας έκλεισε τίς πύλες του Άδη κι έτρεξε στην μουσική πανδαισία. Ο Ήφαιστος διέκοψε το σφυροκόπημα του αμονιού κι ο Ποσειδώνας βγήκε από τη θάλασσα. Τον ακολουθούσαν Νηρηίδες και Τρίτωνες. Έπαιζε, έπαιζε τη λύρα κι εκστασιαζόταν κι ο ίδιος από το παίξιμό του, που όλο και γινόταν γλυκύτερο.
Ποτέ, κανένας μουσικός δεν έτυχε τέτοιας προσοχής και θαυμασμού από τους θεούς.
Ο Θάμμυρις ένιωσε να ανεβαίνει ψηλά, να πλησιάζει τον ‘Ολυμπο, στήν αυλή των θεών. Θυμήθηκε όμως τα λόγια του σοφού δάσκαλου σε κείνο το χωριουδάκι της μακρυνής Θράκης που του ψιθίρισε ’’Θάμμυρι να είσαι πάντα σεμνός και να σέβεσαι τού θεούς’. συγκρατήθηκε ο Θάμμυρις, υποκλίθηκε, χαιρέτησε με σεβασμό, θεούς και ανθρώπους, κι έγειρε κι αποκοιμήθηκε στην όχθη του Πηνειού.
Τήν άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς γιατί είχε δρόμο πολύ μπροστά του κι έπρεπε να προλάβει, πέρασε τα Τέμπη και μπήκε στην πεδιάδα της Θεσσαλίας.
Έφτασε στη χώρα των Περραιβών, ανέβηκε στο δασομένο Πήλιο και συνάντησε το σοφό κενταυρο Χείρωνα που του έδωσε χρήσιμες συμβουλές για το ταξίδι που είχε μπροστά του μέχρι τη Μεσσηνία, του μίλησε γιά τούς θεούς και τόν κόσμο, γιά το νόημα της ζωής και την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Έφυγε από το Πήλιο και πήρε το δρόμο κατά τα νότια περπατώντας ημέρες πολλές ώσπου έφτασε στην Αττική στην πόλη της Αθηνάς, στάθηκε δυό μέρες θαυμάζοντας το μεγαλειο της πόλης και τούς σοφούς της και συνέχισε πρός την Ελευσίνα. Ήταν κατακαλόκαιρο πιά και οι ιερείς των Ελευσινίων μυστηρίων είχαν αρχίσει τις προετοιμασείς για τις φθινοπωριάτικες γιορτές. Του μίλησαν γιά τα μεγάλα μυστήρια σαν εκείνα που θα γίνουν γιά πρωτη φορά στην Οιχαλία χωρίς βέβααι να του δώσουν όλες τίς απόρρητες λεπτομέρειες εκείνες που γνωρίζουν μόνο οι μυημένοι.
Ανυπομονούσε ο Θάμμυρις νάρθει εκείνη η μέρα που θα γνώριζε όλα τα απ’οκρυφα των μυστηρίων θα έπαιζε τη λύρα του μπροστά στούς ιερείς και τούς βασιλιάδες που θα τον επεφημούσε ο κόσμος, γιαυτό ξεκίνησε γιά την Πελοπόννησο πέρασε τον ισθμό και τη χώρα των Κορινθίων και μπήκε στην Αρκαδία. Εδώ στην Αρκαδία μέτρησε το χρόνο του και είδε οτι ο δρόμος του κόντευε και μπορούσε να μείνει λίγες ημέρες. Ανέβηκε πάνω στα δασομένα βουνά με τούς βαλανηφάγους βοσκούς, ήπιε κατσικίσιο γάλα και έφαγε ψημένα βελανίδια όπως έτρωγαν όλοι στην Αρκαδία. Οι βοσκοί τίς νύχτες έπαιζαν την σύριγγα και ο Θάμμυρις τη λύρα. Όποιος εκείνες τίς μέρες βρέθηκε πάνω στα Αρκαδικά βουνά και αφουγκράστηκε τη μουσική που αντηχούσε μέσα στη σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας, θα πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό του όλβιο.
Νοτιοδυτικά ο δρόμος τον οδήγησε στο Λύκειον όρος. Είδε τη Λυκόσουρα τη πρώτη πόλη που ’’ χαιρέτισε ‘’στον κόσμο ο Ήλιος.-
- Μιάς μέρας δρόμο έχεις ακόμη Θάμμυρι τούπαν οι βοσκοί στην Λυκόσουρα, εδώ αποκάτω είναι η Οιχαλία και η Ανδανία. Καλή τύχη νάχεις και οι θεοί να είναι πάντα κοντά σου. Πρωι πρωί την άλλη μέρα ξεκίνησε, δεν είχε περπατήσει πολύ και στό ξάγναντο φάνηκε η πεδιάδα του Στενυκλάρου και πιό μακρυά η πεδιάδα της Μακαρίας. Δάκρυα θαμπώσαν τα μάτια του από την ευτυχία που δίνει η άφιξη στόν προορισμό του ονείρου που τώρα γίνεται πραγματικότητα. Οι κόποι και οι κινδυνοι του μακρυνού ταξιδιού ξεχάστηκαν, τώρα θα έρθει η δικαίωση της σκληρής μαθητείας κοντα δε δασκάλους,η δικαίωση γιά τις στερήσεις και τις αγρύπνιες.
Στήν Οιχαλία είχε φτάσει το νέο της άφιξης του Θάμμυρι, αλλά πολύ πιό πρίν είχε φτάσει η φήμη του. Ο καλλίτερος μουσικός του κόσμου θα έπαιζε γιά χάρη του λαού της Οιχαλίας. Κόσμος είχε βγεί στούς δρόμους με κλαριά μυρτιάς στά χέρια ,τύμπανα και σάλπιγγες διαλαλούσαν τον ερχομό του στούς κάμπους της Μεσσηνίας. Τέσσερις άρχοντες τον υποδέχτηκα στην είσοδο της πόλης με τέθριππο άρμα γιά να τον οδηγήσουν μέχρι το παλάτι του βασιληά. Μά ο θάμμυρις βλέποντας το μεγάλο πλήθος που τον επεφημούσε παρακάλεσε τούς άρχοντες να παίξει λίγο γιά τουτον τον κόσμο και να αμείψει την προσμονή τους. Κάθισε κάτω από ενα μεγάλο κυπαρίσσι κι έπαιξε όπως αυτός ήξερε να παίζει. Όσοι τον άκουσαν, έτρεξαν ασυγκράτητοι να διαδώσουν πως η τέχνη του ήταν ακόμη μεγαλίτερη από την φήμη του.
Μετά από λίγο, έφθασαν στό παλάτι. Ο βασιλιάς ο Αφαρεύς και η βασίλισσα τον δέχτηκαν με μεγάλες τιμές,με μουσικές και χορούς από τις ορχιστρίδες και ένα πλούσιο γεύμα ακολούθησε μετά τίς τόσες στερήσεις του μακρυνου ταξιδιόύ. Μετά το γεύμα ,αφου ξεκουράστηκε ο Αφαρεύς τον κάλεσε στην αίθουσα του θρόνου για να μιλήσουν για τίς γιορτές.
-Θάμμυρι, γνωρίζεις τον λόγο που σε καλέσαμε στις γιορτές των μυστηρίων των μεγάλων θεών. Σε καλέσαμε γιατί εισαι ο πιό σπουδαίος απ΄όλους τους μουσικούς του κόσμου, για να παίξεις και να τραγουδήσεις στην τελετή έναρξης και λήξης των εορτών που αρχίζουν σε λίγες μέρες. Μα πρίν, θεωρώ σκόπιμο να σε ενημερώσω λίγο γιά την ιστορία αυτου του τόπου που τώρα πατας. Που λές, εδω πρώτος βασιλιάς έγινε ο Πολυκάων με τη γυναίκα του τη Μεσσήνη που χτίσανε την Ανδανία, και όσο βασίλευαν, καλέσανε τον Μέθαπο από την Αθήνα να τους διδάξει τα μικρά μυστήρια. Ο Πολυκάων και η Μεσσήνη, δεν απόχτησαν παιδιά και για πέντε γενεές τους κυβερνούσαν πρόχειροι άρχοντες, ,ωσπου κάλεσαν γιά βασιλιά τον Περιήρη και εγκαταστάθηκε στα παλάτια της Ανδανίας. Μαζί με τον Περιήρη ήρθε και ο στενός του φίλος ο Μελανεύς και ο βασιληάς του έδωσε το Καρνάσιο για να εγκατασταθεί και εκεί έχτισε την Οιχαλία που πήρε το όνομά της από τη γυναίκα του Μελανέα.
Μετά από χρόνια έγινα βασιλιάς εγώ ο Αφαρεύς και εγώ πήρα την απόφαση να αναβαθμίσουμε τα μυστήρια που γίνονται στόν τόπο μας. ‘εχει έρθει εδώ και ο Λύκος από την Αθήνα, ο γυιός του Πανδίωνα επειδή τον έδιωξε ο αδερφός του ο Αιγαίας. Αυτός θα μας αποκαλύψει τα μυστήρια των μεγάλων θεών...
-Εσύ Θάμμυρι, θα παίξεις στην τελετή ‘εναρξης των μυστηρίων αλλά και στη λήξη τους. Άν αισθάνεσαι έτοιμος, μπορείς να μυηθείς σ΄αυτά μετά τον ανάλογο καθαρμό.
-Τίποτα δέν με κάνει ευτυχέστερο από αυτό , σεβαστέ βασιλέα και η χάρη που θα σου χρεστώ, θα είναι αιώνια.
-πολύ καλά λοιπόν, πήγαινε να αναπαυθείς και αύριο το πρωί οι ιερείς θα σε οδηγήσουν όπου πρέπει και θα σου δώσουν τίς ανάλογες οδηγίες.. Την επόμενη μέρα έγινε η τελετή έναρξης των εορτών. Χόρεψαν ορχιστρίδες , έπαιξαν αυλούς , τραγούδησαν ύμνους στούς μεγάλους θεούς και μετά εκάλεσαν τον Θάμμυρι να παίξει τη Λύρα του. Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή που όλοι περίμεναν. Λαός αμέτρητος είχε κατακλύσει όλους τούς χώρους, είχαν έρθει αντιπροσωπίες και από τίς τρείς φυλές της Τριφιλίας, από τη Λακωνία και την Ήλιδα αυλητές από την Αρκαδία, και οι ιερείς σε σειρές παραστέκονταν στο θρόνο που καθόταν ο Βασιλιάς με τη Βασίλισσα. Ο Θάμμυρις ανέβηκε πάνω στο μεγάλο ικρίωμα που είχε στηθεί γιά την τελετή, πήρε τη λύρα του στα χέρια και αμέσως όλο αυτό το πολύβουο πλήθος σταμάτησε κάθε ψύθιρο, άκρα ησυχία επικράτησε παντού. Μέ τίς πρώτες νότες της λύρας, το πλήθος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και ξέσπασε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές, αλλά πάλι εσώπασε για να μη χάσει ούτε μιά νότα από την θεική μελωδία. Έπαιζε ο Θάμμυρις στην τέλεια ησυχία και μόνο μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση έβλεπες που ήταν καρφωμένα επάνω στόν νέο από τη Θράκη, τον πιό μεγάλο μουσικό του κόσμου. Έπαιζε ώρα πολή, μα κανένας δέν κατάλαβε το πέρασμα του χρόνου και όταν ήρθε η λήξη , ένα βουητό έφθασε ως τα ουράνια ,- Ζήτω ο Θάμμυρις , Ζήτω ο νέος Ορφέας...
Ο Βασιλιάς σηκώθηκε από το θρόνο του γιά να τόν συγχαρεί, οι αντιπρόσωποι τω πόλεων υποκλίθηκαν μπροστά του και ο λαός συνέχιζε να χειροκροτά και να ζητωκραυγάζει. Η υπερηφάνεια φούσκωνε τα στήθη του Θάμμυρι και ένιωθε πως δεν πατούσε τη γη της Οιχαλίας.
Τήν άλλη μέρα οι ιερείς οδήγησαν τον Θάμμυρι στα προπύλαια του ναού, του έδωσαν έναν λευκό χιτώνα να φορέσει και προχώρησαν στό εσωτερικό. Στην πρώτη αίθουσα υπήρχαν διάφορα αντικείμενα που θα χρησιμοποιούσαν αργότερα στην τελετή του καθαρμού. Ηταν ένα μεγάλο πυθάρι με κόκκινο δυνατ’ο κρασί από την Κορινθία , μία σερά από καλάθια που το πρώτο είχε μέσα φύλλα Δάφνης το δεύτερο δηλητηριώδεις Αμανίτες από τα σκιερά φαράγγια του Ταύγετου, τό άλλο φύλλα Μπελαντόνας –την Άτροπο-, το τεταρτο είχε ανθρωπόσχημες ρίζες Μανδραγόρα και το τελευταίο Δατούρα.. Ο αρμόδιος ιερέας διάλεγε τις σωστές ποσότητες από αυτά τα επικίνδυνα φυτά που θα έριχνε μέσα στό κρασί γιά να φιάξει τον Κυκεώνα. Ένα λάθος και ο θάνατος παραμόνευε.
Στήν επόμενη αίθουσα θα γινόταν η κατήχηση γιά τρείς συνεχόμενες ημέρεςκαι αν κρινόταν κατάλληλος θα συνέχιζε και θα μπορούσε να μετάσχει των μυστηρίων. Ο Θάμμυρις ήταν καταπληκτικός, σε όλα επρώτευε, εκρίθηκε άξιος να μετάσχη των μυστηρίων. Την τέταρτη μέρα των εορτών, μπήκε μαζί με τούς ιερείς και τούς άλλους άξιους, στα άδυτα του ναού, αφού πρώτα εφόρεσε τον καινούργιπο άσπρο χιτώνα. Αγωνία και φόβος τον κατείχαν έτρεμαν τα γόνατά του, αλλά είχε πάρειτην απόφασή του να φτάσει μέχρι το τέλος. Επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι βρίσκονταν τα ποτήρια γεμάτα με τον κυκεώνα και μετά τίς δεήσεις που έψαλλαν οι ιερείς, πήρε πρώτος το ποτήρι του και το ήπιε μονομιάς.
Ενιωσε μιά φλόγα να τον καίει από τον λαιμό ως το στομάχι του, μιά θύελλα σάρωσε το μυαλό του. Κάθε σκέψη γιά τα εγκόσμια χάθηκε από το νού του. Τώρα έβλεπε πέρα από τα ανθρώπινα , τούς θεούς πάνω στόν Όλυμπο και τους πεθαμένους ήρωες, έβλεπε και μιλούσε με τον Ορφέα και τον Μουσαίο, συναντούσε τούς χαμένους προγόνους, μίλαγε με τίς Μούσες και τις Νεράιδες, είδε την μικρή Διόνη που είχε αγαπήσει μέσα στά ηλιοτρόπια και χάθηκε τόσο γρήγορα, είδε τον πατέρα του που μόλις τον θυμόταν. Είδε τούς έρωτες να πετούν. Άρχισε να λικνίζεται σε ένα χορό που δεν τον είχε ξαναχορέψει, τα τύμπανα έδιναν τον ρυθμό στα βήματα και ο χορός γινόταν όλο και πιό γρήγορος χόρευε, χόρευε κάθιδρος χωρίς να κουράζεται, έβγαζε άναρθρους ήχους και βογκητά, τα χέρια του απλωμένα άγγιζαν ότι δεν μπορούσε νά αγκίξει στη ζήση του. Πόσο βάσταξε αυτός ο χορός κανένας από τους συμμετέχοντες δεν κατάλαβε. Ο Θάμμυρις έπεσε κάτω κι έμεινε ακίνητος ανασαίνοντας βαριά. Ένας ύπνος βαθύς του σφράγισε τα βλέφαρα, ξύπνησε μετά τρείς ημέρες. Τό κεφάλι του το αισθανόταν βαρύ, μα μιά απέραντη αγαλλίαση τον κατείχε, τον φόβο τον διδέχτηκε η ηρεμία και η σιγουριά της ολοκλήρωσης, ένιωθε περήφανος κι ευτυχισμένος..
-Θάμμυρι, τελείωσε η μεγάλη δοκιμασία, είσαι από τούς εκλεκτούς των θεών, είσαι από εκείνους που θα αγγίξουν την αθανασία. Να πάς να ξεκουραστείς, γιατί σε δύο ημέρες λήγουν οι γιορτές και σύ θα παίξεις στον τελικό ύμνο.
-Βασιλιά Αφαρέα, μου έδωσες την ευκαιρία να γίνω ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, με έκανες να ειδώ κόσμους που δέν φανταζόμουν με γέμισες τιμές που ποτέ δεν ονειρεύτηκα. Θα παίξω στην τελετή λήξης των εορτών και σου υπόσχομαι να είμαι καλλίτερος από οτι στην τελετή της έναρξης. Σε καληνυχτίζω βασιλεα.
Την τελευταία ημέρα τών εορτών από νωρίς το πρωί άρχισαν οι ύμνοι των ιερέων στούς μεγάλους θεούς, έγιναν αγώνες και πλούσια συμπόσια ακολούθησαν, έγινα ομιλίες για τίς επόμενες γιορτές που θα γίνουν σε τέσσερα χρόνια και όλα ήταν έτοιμα το απόγευμα γιά τη μεγάλη στιγμή.
-Καλείται ο Θάμμυρις να παίξει την λύρα και ο βασιλιάς να κυρυξει το πέρας των εορτών,ανήγγειλε ο κήρυκας.
Ο Θάμμυρις κρατώντας τη λύρα του, πρχώρησε αργά αργά πρός τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην μεγάλη εξέδρα. Φορούσε λευκό χιτώνα και δερμάτινα σανδάλια, τα μαλλιά του καλοχτενισμένα και το βλέμα αγέρωχο. Μυριόστομες ιαχές σηκώθηκαν από το πλήθος, στάθηκε δίπλα από τον βασιλιά γαι τη βασιλισσα, έκανε βαθύ χαιρετισμό και στράφηκε πρός τον κόσμο που περίμενε και φώναξε. – Θά παίξω γιά σας και το βασιλιά σας , θα παίξω γιά θεούς και ανθρώπους, θα παίξω γιά την γη και τον άδη.
Τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στη λύρα και ο ήχος που έβγαινε ήταν ουράνιος, άκρα σιγή επικρατούσε στον χώρο και μόνο την μελωδία μπορούσες να ακούσεις και τίς καρδιές που χτυπούσαν στον ρυθμό της. Ο ήλιος έγερνε στά δυτικά προς τα βουνά της Κυπαρισσίας και οι ακτίνες του ανακατεύονταν με τα μαλλιά του Θάμμυρι κι έλαμπαν όλα μαζί σαν χρυ σάφι αναλυμένο, είχες την αίσθηση πως ο ίδιος ο Απόλλων κατέβηκε και στάθηκε πάνω στο ικρίωμα, μπροστά σε τούτους τους τυχερούς ανθρώπους της Οιχαλίας.
Σάν τέλειωσε ο ύμνος της λήξης των εορτών κι ο Θάμμυρις απόθεσε τη λύρα, ενα ασυγκράτητο πλήθος όρμησε πρός την εξέδρα σήκωσε στα χέρια τον Θάμμυρι με ιαχές και επαίνους και τον περιέφερε στούς ώμους γύρω από τον ναό φωνάζοντας ‘’είσαι ο πιό μεγάλος μελωδός του κόσμου κι εμείς οι τυχεροί που σε ακούσαμε’’ Μετά από αρκετή ώρα τον άφησαν να ανέβει πάλι στήν εξέδρα που ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα και τον έβαλαν να καθίσει ανάμεσά τους. Του πέρασε δαχτυλίδια στα χέρια και χρυσή καδένα στον λαιμό, τον στεφάνωσε με στεφάνι μυρτιάς, τον έχρισε πολίτη της χώρας του, τον γέμισε δώρα. Οι αντιπρόσωποι των ‘αλλων πόλεων υποκλίθηκαν μπροστά του μεταφέροντας τους χαιρετισμούς και τον θαυμασμό των βασιλέων τους. Ο αρχιερέας έβγαλε λόγο επαινετικό γιά τον μεγάλο μουσικό.
Ο Θάμμυρις δεν ήταν σίγουρος που πατούσε ,τη γή η τον ουρανό.η περιφάνεια του φούσκωνε το στήθος, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, δεν άντεχε τόση ευτυχία. αισθανόταν πως πλησίαζε τούς θεούς. Μιά δύναμη από μέσα του τον έσπρωχνε να φωνάξει την ευτυχία του και το μεγαλείο του, μα η φρόνηση τον συγκρατούσε, αλλά όλο και πιό κοντή γινόταν η αναπνοή του και εκείνη η δύναμη ξανά και ξανά τόν έσπρωχνε, ώσπου δέν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε απ΄τον θρόνο του βασιλιά, έκανε δυό βήματα εμπρός και σήκωσε τα χέρια πρός τον ουρανο και φώναξε με φωνή μεγάλη. ‘’ Ω Μούσες, εσείς που κατοικείτε στο καταπράσινο Ελικώνα της Βοιωτίας, ελάτε εδώ στο Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας, στην Οιχαλία να αγωνιστείτε μαζί μου στην Λύρα. Κανένας δεν μπορεί να νικήσει τον ισόθεο Θάμμυρι ‘’
Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, σιγή έπεσε στο πλήθος, μετά ένα μουρμουριτό και μετά φόβος. Πώς τόλμησε τούτος ο νέος ο καλός μουσικός να ξεστομίσει τέτοια ύβρι πρός τούς θεούς; ο φόβος πως κάτι κακό θα συμβεί τους κυρίεψε, άρχισαν να φεύγουν πρός τους στενούς δρόμους της πόλης λέγοντας προσευχές και ξόρκια. Ο βασιλιάς πήρε την βασίλισσα και μπήκαν στό παλάτι τους, οι επίσημοι αποχώρησαν κι έμεινε πάνω στην εξέδρα μόνος ο Θάμμυρις με τα χέρια ακόμη υψωμένα στον ουρανό.
Επάνω στον Ελικώνα οι Μούσες ταράχτηκαν. –θά αφήσουμε αυτόν τον ιταμό υβριστή χωρίς τιμωρία; φώναξε η Τερψιχόρη. Μά τούς θεούς όχι απάντησαν όλες μαζί.
-Εσύ Κλειώ, που είσαι η πιό μεγάλη και πιό σοφή από όλες μας, να ορίσεις την τιμωρία.
-Να χάσει το φώς του, να χάσει την αγάπη των ανθρώπων, να ξεχάσει να παίζει λύρα. Είπε η Κλειώ. Μετά επανέλαβαν εν χορώ τρείς φορές όλες μαζί την τιμωρία.
Στήν Οιχαλία, στο καρνάσιο άλσος , στεκόταν ακόμη στην εξέδρα με τα χέρια ψηλά ο Θάμμυρις, με μισόλειστα τα μάτια, παρασυρμένος από την μεγάλη δόξα και την ευτυχία, ένιωθε ισόθεος και αθάνατος ήταν έτοιμος να ζητήσει από τούς θεούς να τον ανεβάσουν στόν Όλυμπο. Δεν πρόφθασε να ανοίξει το στόμα του και πυκνό σκοτάδι σκέπασε τη ματιά του, άπλωσε τα χέρια μπροστά να κρατηθεί μα έπιασε το κενό, -βοήθειααα, φώνεξε στον κόσμο, μα κανένας δεν πλησίασε να τον κρατήσει στο παραπάτημά του. Μά πού πήγε εκείνη η αγάπη του λαού που πρίν λίγη ώρα τον έστελνε στά ουράνια, του γέμιζε την ψυχή; Κατάλαβε ότι ήταν θεική τιμωρία, και σήκωσε πάλι τα χέρια ψηλά όχι για να προκαλέσει πλέον, αλλά σε θερμή ικεσία. Κανένας δεν τον άκουγε ,ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι. Η απελπισία τον κυρίευσε ως τα βάθη της ψυχής του, πήρε στα χέρια του τη λύρα να παίξει λίγο γιά δική του παρηγοριά. Μά η λύρα δεν έβγαζε πιά μελωδίες, αλλά άναρχες νότες, δεν ήξερε πιά να παίζει λύρα, ξέχασε τίς νότες και τα λόγια των ασμάτων, η δυστυχία του ολοκληρώθηκε.
Σκοτείνιαζε πιά και ο Θάμμυρις φορτώθηκε στόν ώμο τη λύρα του και ψηλαφητά πήγε ως το ποτάμι, τον Χάραδρο. Εκεί τον πήρε ο ύπνος , ενας ύπνος εφιαλτικός, βασανιστικός. Τό πρωί, μόλις άκουσε τα πρώτα πουλιά να κελαηδούν, φορτώθηκε πάλι τη λύρα και άρχισε να περπατάει στην όχθη του ποταμού ακούγοντας το νερό που κυλούσε γιά να μην απομακρύνεται από το ποτάμι. Περπάταγε σιγά, ψηλαφητά, οι αγκαθωτοί θάμνοι του έσκιζαν το πρόσωπο και τα χέρια, δηλητηριώδη έντομα τον τσιμπούσαν παντού, έπευτε και ξανασηκωνόταν, ψιθίριζε εκκλήσεις σε θεούς και ανθρώπους μα ήταν ανώφελο γιατί κανείς δεν τον άκουγε. Περπάταγε όλη την ημέρα ο Θάμμυρις, ώσπου έφτασε εκεί που ο Χάραδρος συναντάει τη Μαυροζούμενα, περπάτησε ακόμη λίγο και αποκαμωμένος σταμάτησε στην όχθη, ξεκρέμασε την άχρηστη λύρα του, τη φίλησε πολλές φορές και την πέταξε - την έβαλε – στό ποτάμι. Από τότε το ποτάμι λέγεται Βαλύρα.
Απελπισμένος , αδύναμος, χωρίς την αγάπη των ανθρώπων με τίς κατάρες των θεών, μακρυά από τούς δικούς του, ξάπλωσε ημιθανής στην λασπουριά της όχθης.Τα χέρια του έπεσαν άτονα σε έκταση και ρόγχος έφυγε από το στόμα του. Κανένας δέν τον αναζήτησε. Τήν άλλη ημέρα τον βρήκαν τα όρνεα.
-Εκεί στη μακρυνή Θράκη, ο τυφλός δάσκαλος αφουγκράζεται τα ξένα βήματα. Η μάνα άφησε ανοιχτή την πόρτα να βλέπει στο δρόμο του γυρισμού.
Μά όσο κι άν ζήσει ο δάσκαλος, όσο κι αν περιμένει η μάνα, δεν θα ιδούνε ποτέ πάλι τον Θάμμυρι...

Του Δημήτρη Πετρόπουλου

Σχόλια

  1. Πολύ ποιητικό και ενδιαφέρον άρθρο.
    Μπράβο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ithomatas Dias
    Αγαπητέ συντοπίτη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
    Παρακολουθώ τακτικά το ιστολόγιό σου και σε συγχαίρω για το σύνολο της εργασίας σου που δεν είναι και εύκολη δουλειά. Χαίρομαι που στην Βαλύρα έχετε τόσα ενδιαφέροντα για τον τόπο μας και εσυ και ο γνωστός μου Γιάννης Λύρας. Εγω είμαι απο την Μερόπη και είχα συμμαθητές απο την Βαλύρα που τους θυμάμαι ακόμη απο το Γυμνάσιο Μελιγαλά. Να είστε όλοι καλά και να συνεχίζετε να ασχολείστε με τον ωραίο τόπο μας.
    με εκτίμηση
    Δ.Πετρόπουλος
    dimitrisapetropoulos@yahoo.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη