Xρήστος Κωνσταντακόπουλος

Ο μαικήνας του πιο νέου μοντέρνου ελληνικού σινεμά

Ο γιος του καπετάν Βασίλη, ενός οραματιστή που δημιούργησε εκτός από τεράστια περιουσία και ένα resort μοναδικό στον κόσμο, μέσα από την εταιρεία παραγωγής του Faliro House Productions βάζει με τη σειρά του την Ελλάδα στο επίκεντρο του διεθνούς κινηματογραφικού ενδιαφέροντος με ταινίες που σαρώνουν βραβεία

Παιδί τού άρεσε να παίζει κρυφτό κάτω από τα πελώρια χώματα που βρίσκονταν στην άκρη μιας απέραντης αλάνας, κουρνιασμένος πίσω από ξεπατωμένους τενεκέδες, να εισπνέει τις μυρωδιές από τις πικροδάφνες και τα σύκα. Γύρευε την προστασία των χαμηλών πέτρινων τοίχων και των μυστικών αυλών. Ηταν ένα αγοράκι φωλιασμένο στα σπλάχνα του μεσσηνιακού σύμπαντος. Ευτυχώς, ο πατέρας του, παρότι πετυχημένος καραβοκύρης και με μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία -ο καπετάν Βασίλης όπως τον αποκαλούσαν-, δεν στέρησε από τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο την απόλαυση του να παίζει ελεύθερα στη φύση και να την αγαπήσει όσο λίγα πράγματα στη ζωή του. Τη γη της Μεσσηνίας την είχε σαν καταφύγιο ο Χρήστος από παιδί και ανέκαθεν πίστευε ότι εκεί θα μπορούσαν να φωλιάσουν τα αμέτρητα όνειρά του.

Αυτά ακριβώς εκμυστηρευόταν πριν από λίγα χρόνια στον φίλο του ηθοποιό, σκηνοθέτη ή απλώς τρελό Νίκο Καλογερόπουλο, έναν εκ φύσεως αντικομφορμιστή που θα μπορούσε να ζει μόνο με τα αγαθά που βγάζει η μεσσηνιακή φύση και να ακούει τον ήχο από τα ψηλόκορμα δέντρα. Ο γνωστός ηθοποιός αφηγούνταν στον φίλο του Χρήστο δοξασίες που επικρατούσαν στην περιοχή αρχαιόθεν, ιστορίες που αποδείκνυαν πόσα είχε να μοιράσει η ευλογημένη γη με τους αρχαίους και τον έντονο μυστικιστικό της χαρακτήρα. Του εξηγούσε πως γνωστές φράσεις όπως «του Κουτρούλη ο γάμος» δεν αναφέρονταν παρά στη γνωστή ιστορία του ιππότη της Μεθώνης που αψήφησε νόμους και ιερείς που δεν επέτρεπαν γάμους με χήρες και παντρεύτηκε, κάποτε, την εκλεκτή της καρδιάς του. Και κάπως έτσι από αυτόν τον αλλόκοτο ιππότη, τον Κουτρούλη, συνέλαβαν από κοινού την ιδέα να κάνουν την ταινία «Οι Ιππείς της Πύλου» για όλα τα ζουρλά, μυθικά και αλλόκοτα που συναντάει κανείς στην περιοχή. Παρέα με τους φίλους του Τάκη Σπυριδάκη και Ηλία Λογοθέτη, ο Καλογερόπουλος υλοποίησε μια ταινία-φόρο τιμής στην περιοχή - ύστερα από παρότρυνση του καλού του φίλου Κωνσταντακόπουλου, ο οποίος έσπευσε να τη χρηματοδοτήσει. Αλλωστε και ο τελευταίος είχε προ πολλού οραματιστεί να μετατρέψει αυτή τη γωνιά του επίγειου ελληνικού παράδεισου σε κέντρο όλου του κόσμου, μέσα από πανέμορφες εικόνες που θα έφταναν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και πραγματικά το πίστεψε βαθιά. Προτού ακόμη το «Costa Navarino» γίνει, όπως θέλουν σήμερα οι «Sunday Times», «το πιο φιλικό προς το περιβάλλον resort του πλανήτη και ένας από τους top προορισμούς σε όλο τον κόσμο», ο Κωνσταντακόπουλος είχε συλλάβει τον τρόπο που ο κόσμος ζει και ονειρεύεται. Χρηματοδοτώντας ταινίες που έφερναν το ελληνικό σινεμά στο προσκήνιο, έδινε την εικόνα μιας άλλης Ελλάδας από την κλισέ και προβλέψιμη που επικρατούσε στις ευρωπαϊκές συνειδήσεις, ενώ με την τεράστια μονάδα του «Costa Navarino», που έφερε την οικογενειακή σφραγίδα και την οποία διηύθυνε ο αδελφός του Αχιλλέας, είχε βρει το σημείο από όπου θα ξεκινούσε η μεγάλη καλλιτεχνική επίθεση. Απλώς έπρεπε να βρεθεί η σωστή στρατηγική και τακτική. Από τον πατέρα του είχε μάθει ότι πρέπει να στοχεύει ψηλά αναζητώντας τα «υψηλά και τα μεγάλα» αν θέλει να πετύχει. Δεν ξεχνούσε ότι ο ίδιος είχε ξεκινήσει ξυπόλητος από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας και έφτασε να πουλάει γάλα στην πλατεία Εξαρχείων προτού καταφέρει να αγοράζει βαπόρια και να βγάζει λεφτά. «Πρέπει να κοιτάζεις τη ‘‘μεγάλη εικόνα’’, αλλιώς θα αποτύχεις, παιδί μου. Δεν φτάνει να θες τα χρήματα, γιατί τότε δεν θα αφήσεις πίσω σου τίποτα, πρέπει να μεταμορφώσεις τον κόσμο, να πιστεύεις ότι με την παρέμβασή σου δεν θα μείνει τίποτα το ίδιο», έλεγε. Αυτές οι αξέχαστες συμβουλές του πατέρα του, που από φτωχόπαιδο κατάφερε να γίνει γνωστός επιχειρηματίας και μεγαλοεφοπλιστής, ακολουθούσε σε κάθε του βήμα ο ευαίσθητος Χρήστος περιμένοντας να έρθει απλώς η κατάλληλη στιγμή. Μαζί με τα αδέλφια του, με τα οποία είχαν μοιράσει τις επιχειρήσεις του μακαρίτη καπετάνιου -ο μεγάλος αδελφός, ο Κωνσταντής, είχε αναλάβει τα βαπόρια, ο Αχιλλέας τις ξενοδοχειακές μονάδες και ο ίδιος τις εξορύξεις-, είχαν υλοποιήσει από κοινού ένα μεγάλο επιχειρηματικό σχέδιο σε γη και θάλασσα. Ευχή και κατάρα τούς είχε αφήσει ο πατέρας να είναι πάντα μονιασμένοι σαν αδέλφια και συνεπείς οικογενειάρχες - όπως υπήρξε και ο ίδιος ο Βασίλης Κωνσταντακόπουλος, παντρεμένος μια ζωή με την ίδια γυναίκα που τον στήριξε και τον έβαλε στα μεγάλα σαλόνια, τη γαλλοθρεμμένη Κάρμεν Κωνσταντακοπούλου.



Από τις εξορύξεις στα μεγάλα στούντιο

Ωστόσο, ο Χρήστος, όπως συμβαίνει πάντα στις τρίτεκνες οικογένειες, διέφερε από τα αδέλφια του σε πολλά: ως λιγότερο εξωστρεφής από τον Αχιλλέα και πιο ντροπαλός από τον Κωνσταντή, ήξερε ότι του ταίριαζε περισσότερο η γη. Οπως φυσικά κανείς δεν πίστευε ότι η Μεσσηνία μπορεί να γίνει το κέντρο του (χολιγουντιανού) κόσμου, το ίδιο διστακτικοί ήταν και οι περισσότεροι στο θέμα των εξορύξεων στα Γρεβενά. Πρώτος ο πατέρας Βασίλης Κωνσταντακόπουλος ανακάλυψε ότι στην περιοχή  υπάρχει το κοίτασμα ατταπουλγίτη, ένα σπάνιο είδος ελαφροβαρούς αργίλου, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία λιπασμάτων, και αυτό το μυστικό έμαθε στον μικρό του γιο: τον 40χρονο σήμερα Χρήστο. Μετεξελίσσοντας την εταιρεία και κάνοντάς την ακόμη πιο μεγάλη και δυνατή, ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος την έκανε το μεγαλύτερο κέντρο εξόρυξης στη Δυτική Μακεδονία με τρία ορυχεία και 7.000 τόνους εξόρυξης ετησίως. Ωστόσο, ο πάντα ανήσυχος Χρήστος δεν μπορούσε να μείνει μόνο στα προφανή. Οι παιδικές εικόνες που στοίχειωναν τη φαντασία του μαζί με την άγρια σιωπηλή του οξυδέρκεια ήταν πάντα στραμμένα στις τέχνες και την καλή ζωή. Με πρόφαση τους αμπελώνες που ήθελε να καλλιεργήσει στο Λος Αντζελες, ο νεαρός ακόμη Χρήστος ταξίδεψε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού - κατ’ ουσίαν για να δει πώς ακριβώς δουλεύει η μεγάλη κινηματογραφική βιομηχανία και λιγότερο για να ασχοληθεί με τα κρασιά. Γνώρισε κόσμο, έκανε φίλους διάσημα ονόματα και κερνώντας τους ένα ποτήρι κρασί και δώρα από την πατρίδα του κατάφερε να τους δελεάσει ώστε να κάνουν ένα πέρασμα από τα μέρη του. Την αρχή έκανε ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος βρήκε στα όμορφα μονοπάτια του «Costa Navarino» έναν ακόμη βασικό λόγο να αγαπήσει την Ελλάδα - και ακολούθησαν ονόματα πρώτου μεγέθους όπως η Αντζελίνα Τζολί. Ολους αυτούς τους αστέρες τούς έβαζε να περπατάνε ξυπόλητοι για να νιώσουν την επαφή με τη μεσσηνιακή γη, τους έλεγε ιστορίες από τότε που οι Αρχαίοι χάραζαν τα γράμματα στις πέτρες και το χώμα - εξ ου και το ότι οι πινακίδες στο «Costa Navarino» ακολουθούν τη γραμμική Β. Τότε ήταν που ο ίδιος κατάλαβε ότι το ελληνικό σινεμά και οι Ελληνες δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τους διάσημους αστέρες - αρκεί να τους κάνει φίλους. Βάζοντας σε εφαρμογή τα παροπλισμένα του σχέδια και τις ανεξίτηλες φαντασιώσεις του βάλθηκε να κατακτήσει τους ανεξερεύνητους κινηματογραφικούς κόσμους. Ο καλός του φίλος Γιώργος Λάνθιμος, ένας σεμνός και χαμηλόφωνος δημιουργός όπως ο ίδιος, του μετέφερε την πίστη ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει πέρα από τα σύνορα - αρκεί να βρίσκονταν τα χρήματα. Μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα» και με τη βαθιά συναίσθηση ότι οι ξένοι ενδιαφέρονται για ιστορίες από την πληγωμένη Ελλάδα, ο Κωνσταντακόπουλος αποφάσισε να επενδύσει. Συνεργός σε αυτό το εγχείρημα, εκτός από τους αμέτρητους φίλους του -ηθοποιοί και συντελεστές, πρωταγωνιστές και παραγωγοί-, υπήρξε και η σύζυγός του Μαρίνα. Και σε αυτήν άρεσε η αλέγκρα συντροφιά των αλλόκοτων κινηματογραφικών δημιουργών και δεν την τρόμαζαν τα περίεργα σενάρια που όλοι αυτοί ήθελαν να μετατρέψουν σε ταινίες. Αν λοιπόν έπρεπε κανείς να χαρακτηρίσει κάπως το ζεύγος Κωνσταντακόπουλου, θα τους έλεγε πρωτοπόρους και αντισυμβατικούς οραματιστές. Ποτέ δεν αρνούνταν να συναντήσουν νέα παιδιά που κατέθεταν παράδοξες ιστορίες για πληγωμένες ψυχές και δέχονταν ασμένως τους φερέλπιδες σκηνοθέτες, όπως ο Βασίλης Κατσικονούρης («Το γάλα») ή ο Βασίλης Τσελεμέγκος («Επικίνδυνες μαγειρικές»). Σε όλες τις επιλογές του Κωνσταντακόπουλου υπήρχε ένας κρυμμένος γαλαξίας με κομμάτια που έπρεπε να συνενωθούν για να αποκαλύψουν μια χαμένη αρμονία. Απόδειξη, όλοι οι δημιουργοί που επανέρχονταν πάντα ως φίλοι στο σπίτι του, σε κάποιο από τα ξενοδοχεία του και στα ανοιχτά τραπέζια. Οσοι γνωρίζουν καλά τα αδέλφια Κωνσταντακόπουλου έχουν να λένε ότι η αρχική σκηνή από τη μεγάλη επιτυχία «Πριν τα μεσάνυχτα», με το τεράστιο τραπέζι γεμάτο ελληνικά φαγητά -τυριά, φρούτα, ακόμη και γεμιστά- με ξένους και Ελληνες να συζητάνε επί παντός επιστητού, είναι βγαλμένη από το καθημερινό σύμπαν του γνωστού επιχειρηματία. Από εκείνα τα ατελείωτα δείπνα στη «Μεγάλη Βρεταννία» (που ανήκει στο όμιλο Starwood, όπως και το «Costa Navarino») παρέα με τη Ζιλί Ντελπί και τον κατενθουσιασμένο και καλό φίλο πλέον Ιθαν Χοκ. Εξ ου και οι ανέκδοτες ιστορίες που είχε πάντα να αφηγηθεί ο ίδιος μαζί με τον καλό του φίλο Ευτύχη Βασιλάκη της Aegean και άλλους κολλητούς όπως η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη (η οποία πρωταγωνιστεί και στη  συγκεκριμένη πρώτη σκηνή με το τραπέζι στο «Πριν τα μεσάνυχτα»). Ο γνωστός παραγωγός, άλλωστε, είχε χρηματοδοτήσει το «Attenberg» το 2011 (στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο Λάνθιμος με τη σύζυγό του πια Αριάν Λαμπέντ). Και κάπως έτσι το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα, το ένα τραπέζι να διαδέχεται το άλλο και η μία επιτυχία την άλλη. 



«Ποιος δεν θα ήθελε να είναι ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος;» ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ η «Le Monde»

Ωστόσο, υπήρχε κάτι που απασχολούσε πολύ τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο από τον καιρό που μπήκε στον κόσμο του σινεμά: η ανάγκη να βρίσκεται πίσω από τις κάμερες. Ανέκαθεν ήθελε να είναι ο αφανής ήρωας, κάτι σαν τον ανώνυμο Μπάτμαν που σπεύδει μεταμφιεσμένος να ενισχύσει τα πλήθη, ο άκακος ήρωας που κάνει το καλό προτού εξαφανιστεί και χαθεί στα βάθος της νύχτας. Απέφευγε τις φωτογραφίες όπως ο Μπάτμαν το φως της ημέρας - και όλοι ξέρουν ότι αν θες να βρεις απέναντί σου τον εύχαρι εραστή του σινεμά, αρκεί να του ζητήσεις μια φωτογραφία. Ωστόσο η απουσία της εικόνας του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου από τις αμέτρητες αναφορές στο όνομά του δεν απέτρεψε τα ξένα έντυπα να στρέψουν την προσοχή τους σε αυτό τον μεγάλο οραματιστή του νέου ελληνικού σινεμά. Σε ένα πρόσφατο, σχετικά, άρθρο της η γαλλική «Le Monde» αναρωτιόταν: «Ποιος δεν θα ήθελε να είναι ο Κωνσταντακόπουλος;», περιγράφοντας τον γνωστό Ελληνα παραγωγό ως «ευζωιστή, κινηματογραφόφιλο, μαικήνα, παιδί μιας οικογένειας Ελλήνων εφοπλιστών που χρησιμοποιεί τα χρήματά του για να κάνει παραγωγή ανεξάρτητων ταινιών». Και όντως έτσι συμβαίνει, καθώς η εταιρεία παραγωγής Faliro House Productions, που φέρει τη σφραγίδα Κωνσταντακόπουλου -το όνομα της οποίας αφορμάται από το αγαπημένο του Παλαιό Φάληρο-, από όπου μπορεί να αγναντεύει την επίσης αγαπημένη του θάλασσα, είναι πλέον από τις πιο γνωστές στον κόσμο. Πλέον η Faliro House δεν επιδοτεί μόνο γνωστές ελληνικές ταινίες (όπως, μεταξύ άλλων, το «Miss Violence» του επίσης βραβευμένου Αλέξανδρου Αβρανά, το «Attenberg» της βραβευμένης Ραχήλ Τσαγγάρη, το «Luton» κ.ά.), αλλά και ξένες παραγωγές. Το «Πριν τα μεσάνυχτα» ήταν η μεγάλη επιτυχία που άνοιξε τον δρόμο στην πρόσφατη συγχρηματοδότηση της τελευταίας ταινίας του Τζιμ Τζάρμους «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί», αλλά και στην παραγωγή της νέας ταινίας του Τέρενς Μάλικ με τη Νάταλι Πόρτμαν, τον Κρίστιαν Μπέιλ και τον Ράιαν Γκόσλινγκ. Για την ώρα, πάντως, ο γνωστός παραγωγός ετοιμάζει τις βαλίτσες του για το Βερολίνο όπου ενδεχομένως να αναγκαστεί να ποζάρει για τη μία και καλύτερη φωτογραφία της ζωής του στο πλάι των συντελεστών της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Το μικρό ψάρι» (την οποία συγχρηματοδότησε μαζί με τη Feelgood), παρέα με τη Βίκυ Παπαδοπούλου και την Πόπη Τσαπανίδου. Και ίσως στη μέση -ποιος ξέρει;- να βρίσκεται το πολυπόθητο αγαλματίδιο της Χρυσής Αρκούδας, ένα σπουδαίο βραβείο που θα ξαναφέρει το όνομά του όχι κοντά στη συνάφεια του κόσμου, αλλά στις συνειδήσεις των σπουδαίων κινηματογραφιστών.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη