ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ. 

Τότε που γινόταν το μεγάλο πανηγύρι και το μεγάλο φαγοπότι, ήταν τις Απόκριες με τα χοιρινά. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε ένα ή δύο χοιρινά, που σφάζονταν όλα την ίδια μέρα ή το πολύ σε δύο τρεις μέρες.
Με το χάραμα ετοίμασαν οι νοικοκυρές το καυτό νερό, τον «θερμό» και σε λίγο γονάτιζαν το ζώο και του έκοβαν τον «καρούτζο». Θρήνος και κοπετός, από σπίτι σε σπίτι ακούγονταν οι σπαραχτικές φωνές των σφαζόμενων χοιρινών σ’ όλο το χωριό. Το πέταγαν αμέσως έπειτα επάνω σε ένα πρόχειρο κρεβάτι από σανίδες στην αυλή του σπιτιού και άρχιζαν να το ξεθερμίζουν και να το αποτριχώνουν ξυστά με τα μαχαίρια. Αφού πρώτα το καθάριζαν και το ξέπλεναν καλά - καλά, το κρεμούσαν από το τσιγκέλι στη μουριά ή αλλού για να του ανοίξουν την κοιλιά και να το τεμαχίσουν. Έθιμο ήταν από το αίμα του γουρουνιού, όταν του έκοβαν τον καρούτζο, να ματώνουν με ένα κόκκινο σταυρό και τα παιδιά στο μέτωπο ή στο μάγουλο ή στη μύτη και να εύχονται «και του χρόνου». Δεν ήταν σπάνιο να κόβουν ένα κομμάτι από τον καρούτζο και να το ρίχνουν στη θράκα για να ψηθεί και να το φάνε. Το ξεκοίλιασμα γινόταν γρήγορα - γρήγορα, γιατί έπρεπε να τηγανιστεί το συκώτι και να φαγωθεί την ώρα εκείνη, αλλά και προσεχτικά, γιατί θα έβγαζαν και θα δίπλωναν τα άντερα για τα λουκάνικα, για την «ομματιά» κ.λπ. Έπειτα χάραζαν με τα μαχαίρια την παχιά πέτσα του χοιρινού για να βγάλουν τις τσιγκαρίδες, κι έπειτα προσεχτικά τα «ψαρονέφρια», τις «κοκκάλες», τα πόδια, το κεφάλι κ.λπ. Βέβαια όλες αυτές οι δουλειές δεν γινόντουσαν σε μία ή δύο ώρες. Χρειάζονταν μια ολόκληρη μέρα ή και δύο ημέρες.
Οι μακρόστενες φέτες (λωρίδες) του λίπους (πέτσας) αλατίζονταν και κρεμιόντουσαν επάνω ψηλά από τη φωτιά – παραγώνι του σπιτιού για να καπνιστούν. Εκεί έμεναν τέσσερις - πέντε ή και οκτώ ημέρες και πολλές φορές έκαιγαν σκόπιμα κυπαρισσόκλαδα για να καπνιστούν καλύτερα. Όταν συμπληρωνόταν το «σίτεμα» και «κάπνισμα» κατέβαζαν τις λωρίδες και μαζί με τα λουκάνικα, τα άλλα ψαχνά και τα καλά κομμάτια κρέατος του ζώου (που το οκταήμερο αυτό ετοιμάζονταν), τα ετοίμαζαν για το «λιώσιμο» του παστού. Το λιώσιμο ήταν να κόψουν τις λωρίδες μικρά τεμάχια και μαζί με όλα τα άλλα να τα βάλουν μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι για να τα σιγοψήσουν. Από την θερμοκρασία έλιωναν τα πολλά λίπη και τα μεζέδια μέσα στο καζάνι έπλεαν μέσα στο λάδι. Συνήθως αυτή η δουλειά γινόταν την τσιγκνο-Πέμπτη. Ανακάτευαν με ένα μεγάλο ξύλο τα μεζέδια και τις τσιγκαρίδες για να θερμανθούν και να λιώσουν, αλλά και για να ψηθούν όλα κανονικά. Στο μεταξύ, κοντά στο καζάνι περίμεναν έτοιμες οι μεγάλες πήλινες στάμνες – τα κιούπια - για να δεχθούν το πολύτιμο για την οικογένεια εφόδιο του χειμώνα και όλης της χρονιάς.
Όταν τελείωνε το λιώσιμο, κατέβαζαν το καζάνι από την φωτιά και άρχιζαν να τοποθετούν προσεχτικά μέσα στα κιούπια τους μεζέδες. Όχι όπως - όπως, αλλά προσεκτικά και προγραμματισμένα, ώστε όταν η νοικοκυρά θέλει να βγάλει από το κιούπι παστό, να βρίσκει και τσιγκαρίδα και ψαχνό και λουκάνικο. Όταν γέμιζαν τα κιούπια, περίχυναν επάνω και κουκούλωναν τα μεζέδια με το λίπος που είχε το καζάνι. Γινόταν έτσι, για να καλυφθεί το παστό, να διατηρηθεί καλύτερα, να είναι πιο νόστιμο και πιο μαλακό. Έπειτα σφραγίζονταν τα κιούπια, δένονταν γύρω - γύρω τα στόμιά τους με καθαρά πανιά και μεταφέρονταν στο κατάλληλο δωμάτιο του σπιτιού (συνήθως στην αποθήκη, το υπόγειο ή αλλού), όπου φυλάσσονταν το περίφημο «παστό» του σπιτιού, με το οποίο η οικογένεια είχε εξασφαλισμένο το κρέας της και σε κάθε έκτακτη περίσταση αντιμετώπιζε και περιποιείτο τους ξένους – τους μουσαφιραίους - που θα έρχονταν στο σπίτι.
Όλο το 8ήμερο ή και 10ήμερο αυτό της γουρνοβδομάδας, η οικογένεια καλοπερνούσε. Τα διάφορα τεμάχια του ζώου που δεν γίνονταν «παστό» κατασκευάζονταν φαγητό, μεσημβρινό και βραδινό, και τρώγονταν από τα μέλη της οικογένειας και πολλές φορές με συγγενείς και φίλους. Τέτοιοι μεζέδες ήταν το κεφάλι, τα πόδια, οι κοκκάλες, μερικά λουκάνικα και η «ομματιά». Η ομματιά ετοιμαζόταν τις πρώτες μέρες της σφαγής του ζώου και γινόταν από το παχύ έντερο που το γέμιζαν με βρασμένο και σπασμένο σιτάρι, λίγα εντόσθια του ζώου (τα πλεμόνια) και διάφορα μυρωδικά. Το γεμισμένο αυτό άντερο τοποθετείτο σε ταψί και ψηνόταν στον φούρνο. Τρωγόταν, και ήταν πολύ νόστιμο, όταν ήταν ακόμη ζεστό.
Μια ωραία ακόμη λιχουδιά χωριάτικη που παρασκευαζόταν με παστό χοιρινό ήταν και είναι ο περίφημος καγιανάς.





Το τριώδιο άνοιγε συνήθως στo χωριό μας με το σφάξιμο των χοιρινών. Μαζί με το καλό αποκριάτικο φαγοπότι άρχιζαν και τα διάφορα αποκριάτικα γλέντια που αποκορυφώνονταν την "τσικνο-Πέφτη", την Τυρινή αποκριά και την Καθαρά Δευτέρα.
Οι βασικές και κυρίες εκδηλώσεις της αποκριάς ήταν οι φωτιές που ανάβονταν στις διάφορες γειτονιές και το μασκάρεμα.
Σοβαρό ρόλο για την επιτυχία του γλεντιού στις γειτονιές με τις φωτιές έπαιζαν τα παιδιά κάθε γειτονιάς, γιατί αυτά έπρεπε να εξασφαλίσουν τα ξύλα - πολλά ξύλα - για να διατηρηθεί πολλές ώρες η φωτιά και μαζί μ' αυτή και το γλέντι.
Συνήθως οι φωτιές ανάβονταν Σαββατοκύριακο, που ήταν ξεκούραστοι οι άνθρωποι ή δεν είχαν δουλειές την επόμενη. Όλη την ημέρα τα παιδιά ή και από την προηγούμενη ξεχύνονταν στα χτήματα για να φέρουν ξύλα ή ζητούσαν κι από τα σπίτια. Σωριάζονταν ολόκληροι σωροί, κυρίως από κληματόβεργες, και όταν νύχτωνε καλά και τελείωνε το βραδινό φαγητό, ανάβονταν οι φωτιές. Περιττό να αναφέρουμε ότι τα παιδιά παράβγαιναν ποια γειτονιά θα έχει τα περισσότερα ξύλα και τη μεγαλύτερη φωτιά.
Μετά το άναμμα της φωτιάς, έβγαιναν σιγά - σιγά οι γειτόνισσες κι άρχιζαν το τραγούδι και τον χορό. Γύρω - γύρω κάθονταν οι γριές και οι ηλικιωμένες, ενώ οι νέες πιάνονταν στο χορό. Έπειτα έρχονταν και οι άντρες, κυρίως νέοι, ανύπαντροι και παντρεμένοι. Στο μεταξύ έρχονταν και μερικοί μασκαρεμένοι και το κέφι άναβε. Το "μασκαριλίκι" ήταν κυρίως μουντζούρεμα προσώπων για να μη γνωρίζονται μεταξύ τους ή αλλαγή... φύλου. Οι άντρες ντυνόντουσαν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες. Κάτω από την κάλυψη του μασκαρέματος, τα αστεία ήταν πολύ τολμηρά, όπως και τα τραγούδια και όλα τα καμώματα.
Συνηθιζόταν ακόμη να φεύγει μια παρέα γλεντζέδων και μασκαρεμένων από τη μια γειτονιά για να πάει σε άλλη. Τότε το κέφι άναβε πιο πολύ, γιατί συναγωνίζονταν ποια γειτονιά θα χορέψει καλύτερα, ποιοι θα κάνουν τα πιο έξυπνα αστεία, πώς και ποιους μασκαρεμένους θα αναγνωρίσουν κλπ.
Το γλεντοκόπι στις αποκριάτικες φωτιές κρατούσε ολόκληρο το τριώδιο με ιδιαίτερη έξαρση το τελευταίο Σαββατοκύριακο, της Τυρινής.
Ακόμη πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν ήταν στο ίδιο μέρος κάθε χρόνο οι φωτιές για διάφορους λόγους.
Της Καθαρής Δευτέρας το γλέντι και το ξεφάντωμα είχε άλλη μορφή. Την μέρα αυτή ήταν η αποκορύφωση της καρναβαλίστικης κραιπάλης. Ενώ σε άλλες περιφέρειες το καρναβάλι αποκορυφώνεται την Κυριακή το βράδυ, στην περιφέρειά μας και στην Μερόπη η αποκορύφωση ερχόταν την Καθαρή Δευτέρα. Λέγανε συνήθως: "τι θα ντυθείς την Καθαρή Δευτέρα, ή που θα πας την Καθαρή Δευτέρα;" κλπ.
Και πράγματι, πρωί πρωί άρχιζε η κυκλοφορία των μασκαράδων, τα δημόσια τραπεζώματα και τα γλέντια με λαγάνες, ταραμάδες, χαλβάδες, σκόρδα και μαρούλια και άφθονο κεχριμπαρένιο κρασί στις μπουκάλες. Τα δημόσια αυτά τραπεζώματα (παρέες - παρέες φίλων ή συγγενών) γινόντουσαν στα πεζοδρόμια των καφενείων, έξω από τα ταβερνεία και στους χώρους έξω από τις εκκλησίες, όπου στήνονταν και χοροί. Ταυτόχρονα ομάδες μασκαράδων πήγαιναν και έρχονταν πέρα - δώθε στα σπίτια και στα μαγαζιά τραγουδώντας ή κάνοντας άλλου είδους μασκαριλίκια.
Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό του γλεντιού της Κ. Δευτέρας ήταν η μετακίνηση των μασκαρεμένων επάνω σε γαϊδούρια, περισσότερο άλογα ή κάρα από χωριό σε χωριό. Ερχόντουσαν στη Μερόπη ομάδες μασκαρεμένων από άλλα χωριά και δικές μας ομάδες πήγαιναν στα άλλα χωριά (Οιχαλία, Σιάμου, Κατσαρού, Λουτρό, Φίλια, Σαντάνι κλπ.) και τότε γινόταν του "Κουτρούλη ο γάμος".
Τότε διακρίνονταν οι "τραγουδιστές - χορευτές - ασίκηδες".
Ταυτόχρονα τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν και στις ταβέρνες, όπου άλλοι τύποι, πιο σιγανοί και... πρακτικοί, που απέφευγαν τα " λαοκρατικά και οχλοκρατικά" ξεφαντώματα, επιδίδονταν κυρίως σε πράξεις ουσίας και ωφέλιμες, δηλαδή να τρώνε και να πίνουν αθόρυβα... μέχρι σκασμού!
Το γλέντι της Κ. Δευτέρας έκλεινε πολλές φορές πολύ αργά το βράδυ, όταν πια χορτασμένοι απ' όλα και κατάκοποι όλοι, ρίχνονταν στα στρωσίδια τους με τις ευχές: "καλή σαρακοστή και του χρόνου".

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη