Από τις φωτιές , τα αίματα, τα μαρτύρια και τον πεθαμό, πρόβαλλε μισοκαμένη κι ολομάτωτη η λευτεριά της Ελλάδας. Μια χούφτα Έλληνες, οι λίγοι με τουφέκια και σπαθιά, οι πολλοί με τσεκούρια και ρόπαλα, ξεσηκωθήκαν μιαν ανοιξιάτικη μέρα, τα βάλανε με τη πανίσχυρη Τουρκιά που την έτρεμε η Ευρώπη, κι οχτώ χρόνια πολεμώντας αδιάκοπα, αναπόσταγοι, άκαμπτοι, αδάμαστοι νικήσανε το κολοσσό, λευτερώσανε το τόπο. Είναι από τα θαύματα της Ελληνικής Ιστορίας το Ελληνικό του Εικοσιένα! Μια μέρα τον Αύγουστο του 1830, ένας Φραντζέζος περιηγητής, φορτωμένος το δισάκι του κατέβαινε από τη Τρίπολη στη Καλαμάτα. Ήταν ένας από τους πολλούς που ξεκίνησαν από τη πατρίδα τους, τη λευτερωμένη από τα Μεσαιωνικά δεσμά της Γαλλίας, κι ήρθανε στην Ελλάδα να προσκυνήσουνε τ’ άγιο χώμα της, ελεύθερο από τη Τουρκική σκλαβιά. Περπατούσε και έβλεπε γύρο το τόπο ρημαγμένο, χωριά γκρεμισμένα, μαύρα χαλάσματα, χωράφια χέρσα, δέντρα κομμένα, αμπέλια άσκαφτα, ανθρώπους κουρελιάρηδες, ξυπόλητους, πεινασμένους όμως περήφανο