Ο ΒΡΑΧΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕ
Ήταν προχωρημένη η Άνοιξη. Ένα πρωινό, ξεκίνησα μόνος μου για το χωριό μου. Η διαδρομή ήταν καταπληκτική, ο δρόμος άνετος, όλα χαρά θεού. Από τα Παραδείσια και κάτω ο δρόμος στενεύει αλλά δεν παύει να είναι όμορφος. Κατηφόριζα σιγά σιγά και εκεί στις πρώτες στροφές της Τσακώνας, στα δεξιά μου είδα το στενό δρομάκι που οδηγεί στον Βλαχονικόλα. Αμέσως χωρίς να το πολυσκευτώ, έκανα δεξιά , μπήκα στον μικρό χωματόδρομο και μετά από οκτακόσια δύσκολα μέτρα, σταμάτησα κοντά στο εκκλησάκι του Αη Νικόλα. Ήθελα να ιδώ τον τόπο που κάποτε είχα πάει κατασκήνωση και που αρκετές φορές με φίλους ήπιαμε ένα κρασάκι και ξεκουραστήκαμε. Τα πλατάνια είχαν γεμίσει με φύλλα, χορταράκια και λουλούδια σκέπαζαν όλο τον τόπο. Ανέβηκα σιγά σιγά δίπλα από τον μικρό καταρράκτη με πολύ κόπο είναι αλήθεια και σε λίγο βγήκα σε ένα μικρό ξέφωτο. Η θέα ήταν καταπληκτική. Εκεί δίπλα ήταν ένας μεγάλος βράχος, γκρίζος. Τον παράστεκαν πουρνάρια και σφελάχτρια γύρω γύρω. Στα πόδια του, λίγα από τα τελευταία κυκλάμινα...