ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ


Αφήγηση της Χρυσούλας Ντόγκα από την Οιχαλία, γεννημένη το 1889:

Κείνα τα χρόνια, το κορίτσι ήτανε πολύ δεσμευμένο και ο αδερφός, ο πατέρας και η μάνα, το φυλάγανε και δε μπόρεγε να πιάσει αγάπη. Αν όμως ήτανε καμιά ζωηρή και έξυπνη πολύ, μπορούσε να τα φτιάξει με κανένα χωριατόπαιδο, κρυφά πια κι απ’ το Θεό. Και όταν το προξενεύανε από διάφορα χωριά και διάφορους ανθρώπους και τη βιάζανε να παντρευτεί, εκείνη έλεγε δεν παντρεύομαι, έτρωγε πολύ ξύλο και τότε έλεγε στη μάνα της ότι αγαπά κάποιον στο χωριό και η μάνα της, πλάγια – πλάγια τόλεγε στον πατέρα. Μετά ο αγαπητικός έβαζε το πατέρα και έστελνε προξενητή στη νύφη και τα τελειώνανε και την έπαιρνε. Και καμιά φορά, αν δεν τον ήθελε ο πατέρας της, την έπαιρνε κρυφά και έφευγε. Ο πατέρας της την ξεπαίδιζε και δεν της έδινε ούτε προίκα ούτε τίποτα.
Σε κανά χρόνο το αργότερο τα ξαναφτιάχνανε.
Σπάνιο πράμα να σκοτώσει η σειριά της νύφης τον γαμπρό και να ντουφεκιστούνε.
Παντρεύονταν με συγκέσιο τα κορίτσια που ήταν άβγαλτα και δεν είχαν έρωτα με κανένα, τα πάντρευε ο πατέρας, ο αδερφός, ο ξάδερφος, η συγγένεια.
Άμα του άρενε ο γαμπρός του πατέρα και του αδερφού, τα φτιάχνανε με τον γαμπρό και δε ρωτάγανε την νύφη, μόνο της λέγανε σε παντρεύουμε με το τάδε. Της λέγανε ότι δεν έχει κανένα λόγο κι ότι εκείνο που σου δίνουμε θα το πάρεις.
Μετά κανονίζανε μια μέρα και πηγαίνανε οι συμπέθεροι (μόνο άντρες: γαμπρός, πεθερός, ένας ξάδελφος, ένας μπάρμπας, για να βεβαιώσουνε το συγκέσιο) στο σπίτι της νύφης, για να δούνε τη νύφη και η νύφη τον γαμπρό.
Κείνο το βράδυ, (πάντοτε βράδυ, για να μη βλέπουν οι γείτονες και κατηγορήσουνε μέχρι που να βάλουνε δεχτυλίδι και μετά το μαθαίνανε οι χωρικοί) δίνανε τα χέρια και άμα ήτανε βέβαιο το συγκέσιο, σφάζανε μια κότα (συνήθως) και βάζανε τραπέζι.
Μετά 5 – 8 μέρες πήγαινε του γαμπρού η μάνα στο σπίτι της νύφης, για να τη δει κι αν είχε κανά δωράκι της έρρινε. Μαζί πήγαινε ο γαμπρός, ο πεθερός και όλοι εκείνοι που πήγανε και τα φτιάξανε και όλοι οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι και κάνανε ανοιχτές αρρεβώνες.
Πηγαίνανε με μισό ή ένα αρνί, με μια τσότρα κρασί (ξύλινο μπουκάλι), με κεντητή πίττα η πεθερά (πάνω στη πίττα βάζανε οι κοπελούδες που παγαίνανε να ζημώσουνε την πίττα της πεθεράς, από ζυμάρι, ότι θυμότανε η κάθε μία: φίδι, χελιδόνι, γαρίφαλο, τριαντάφυλλο, πλατανόφυλλο. Τη ζυμώνανε, τη κεντούσανε, την αλείφανε με αυγό και τη ρίχνανε στο φούρνο του σπιτιού).
Μετά η νύφη έκανε τραπέζι και τρώγανε και πίνανε μέχρι τα χαράματα. Έπειτα το πρωί η νύφη έριχνε στη πεθερά ομπαρέζι (μαντίλι καλαματιανό) και σ’ όλους τους άλλους έριχνε μαντήλι μεταξωτό που το λέγανε μεσίνα και το κάρφωνε μ’ ένα καρφιτσάκι στο πέτο αριστερά.
Την ίδια βραδιά μιλούσανε οι δυο συμπέθεροι και κανονίζανε πότε θα γίνουνε οι γάμοι. Άμα ήτανε κοντά γιορτές το κάνανε, άμα δεν ήτανε ορίζανε το μήνα. Μέχρι που να γίνει ο γάμος, η νύφη έβαζε μπρος τα προικιά της, ότι της έλλειπε να φτιάξει.
Ο γαμπρός βλεπότανε με τη νύφη και κάθε βράδυ και μια φορά τη βδομάδα και δυο, ανάλογα τις δουλειές που είχε.
Πάντοτε Κυριακή παντρευότανε.
Όταν ερχότανε η εβδομάδα για να τη πάρουν τη νύφη, τη Παρασκευή είχε τα προικιά της, όσα είχε και δεν είχε, μάλλινα και πάνινα πάνω στα τραπέζια, στα κρεβάτια, στους καναπέδες και σ’ ότι άλλο ήταν στο δωμάτιο, για να τα βλέπουνε.
Κάλαγε όλο το χωριό και όποια φιλενάδα είχε να πάνε να δούνε τα προικιά της νύφης. Η κάθε μία που πήγαινε, πήγαινε και κουφέτα, τριανταφυλλόφυλλα, άνθη, ρύζι και τα ρεντάγανε στα προικιά και λέγανε καλορίζικα στη νύφη. Κι ερχότανε κι ο γαμπρός με δυο, τρεις φίλους του και τα ρένταγε με μια χούφτα γαζέτες (κέρματα) και οι φίλοι του το ίδιο.
Για τους φίλους δεν ήτανε και τόσο υποχρεωτικό, όγιος ήθελε.
Στα προικιά πιάνανε το χορό και χορεύανε, κορίτσια και παιδιά.
Αν ήτανε ο γαμπρός μέσα στο χωριό, τη Παρασκευή έστελνε και τα ‘παιρνε, άμα ήτανε από ξενοχώρι ερχότανε το Σάββατο το πρωί και τα ‘παιρνε με κάρα. Από τη Τετάρτη κάλαγε ο γαμπρός για το γάμο. Έστελνε ένα άνθρωπο από τη σειριά του και τους έλεγε, ότι τη Κυριακή παίρνω τη γυναίκα. Αυτοί δεν πηγαίνανε δώρα, μόνο απαραίτητα πηγαίνανε μια μεσίνα και τη ρίχνανε στη πλάτη του γαμπρού όταν ξεστεφάνωνε ο παπάς.
Πρώτα στεφανώνανε στο σπίτι και που και αριά στην εκκλησία.
Ο γάμος, τα στεφανώματα γινόντουσαν τ’ απόγευμα.
Η νύφη φόραγε νυφικά. Τ’ αγόραζε και τά ‘φτιανε στη μοδίστρα, δε τά ‘φτιανε μόνη της.
Και ροζ φτιάνανε και πράσινα και άσπρα. Ήτανε μακριά και με ουρά μάλιστα, ποτέ κοντά. Τα παλικάρια φοράγανε φουστανέλες και ο γαμπρός καμιά φορά ευρωπαϊκά.
Ο γαμπρός για να πάρει τη νύφη ερχότανε με όργανα: τύμπανα, πίπιζες, κλαρίνα και ότι είχε ο καθένας. Τα όργανα πηγαίνανε μπροστά και πίσω τα συμπεθεριά.
Όταν ερχότανε ο γαμπρός για να πάρει τη νύφη, έφερνε και δύο κάνιστρα. Μέσα το ένα είχε λουλούδια, κουφέτα, δίπλες και το άλλο είχε της νύφης τα παπούτσια, του κουμπάρου το φόρεμα για τη νύφη και τα νυφικά της νύφης, που τα έπαιρνε η νύφη και ντυνότανε μετά το κόψιμο της πίττας. Τα κάνιστρα τα πηγαίνανε δυο μικρά παιδιά μπροστά.
Ο γαμπρός έφερνε το κουμπάρο.
Ο παπάς τους στεφάνωνε.
Στης νύφης το σπίτι ήτανε μαζωμένη της νύφης η σειριά. Η νύφη ήτανε κρυμμένη σ’ ένα δωμάτιο και δε θα παρουσιαζότανε. Όταν ήταν έτοιμοι για τα στεφανώματα, ο μπραζέρης πήγαινε στη νύφη και κόβανε τη πίττα. Από πίσω από τη νύφη ήτανε η σειριά της και πίσω από το μπραζέρη ήτανε οι συμπεθέροι του γαμπρού, αλλά ο γαμπρός δεν ήτανε. Από τη μια μεριά έπιανε τη πίττα η νύφη και από την άλλη ο μπραζέρης και τραβάγανε ποιος θα πάρει τη περισσότερη. Γινότανε ένας μεγάλος σάλος.
Όσο πίττα έκοβε η νύφη την έδινε σε μια φίλη της και την μοίραζε αυτή από μια μπουκιά στον καθένα σε όλη τη σειριά της νύφης και ο μπραζέρης στη σειριά του γαμπρού μοίραζε τη πίττα που έκοβε. Τότε πια τη μοιράζανε τη πίττα, τη τρώγανε και πηγαίνανε ο μπραζέρης να φορέσει στη νύφη τη μία κάλτσα και το ένα παπούτσι και μέσα στο παπούτσι έβαζε όσα λεφτά είχε. Μετά ο μπραζέρης έπαιρνε τη νύφη και την έδινε του γαμπρού και γινότανε η στέψη.
Ο παπάς τους στεφάνωνε.
Τις λαμπάδες τις κράταγε ο κουμπάρος, ο γαμπρός, η νύφη και ο μπραζέρης. Ο μπραζέρης ήταν απαραίτητος.
Όταν ξεστεφανώνανε, η νύφη φίλαγε του πατέρα της και της μάνας της το χέρι και το πόδι. Ο γαμπρός χαιρέταγε τα πεθερικά του. Ο πεθερός και η πεθερά της νύφης δε πηγαίνανε στο συμπεθεριό αλλά τη περιμένανε στο σπίτι τους.
Μετά τη στέψη βγάνανε κανά κρασί και δίπλες. Μετά τα στεφανώματα έπαιρνε ο γαμπρός τη νύφη και πηγαίνανε όλοι στου γαμπρού το σπίτι.
Στα κάνιστρα που είχε φέρει ο γαμπρός, μετά βάζανε τα δώρα της νύφης, τα φορέματα κυρίως.
Μετά φεύγανε μπροστά τα όργανα, πίσω τα κάνιστρα, πίσω ο γαμπρός και η νύφη, ο κουμπάρος κι ο μπραζέρης και μετά το συμπεθεριό.
Σε όλο το δρόμο μέχρι του γαμπρού το σπίτι παίζανε τα όργανα, αν δεν είχανε όργανα πηγαίνανε με τραγούδια.
Πηγαίνοντας στου γαμπρού το σπίτι η νύφη, η πεθερά είναι στο σπίτι με μια μεσίνα και τους πιάνει με τη μεσίνα από το λαιμό και τους δυο μαζί και τους τραβάει μαζί μέσα. Μπροστά στη πόρτα η πεθερά έχει ένα σίδερο, η νύφη πατάει το σίδερο, αλλάζει αχνάρι και μπαίνει στο σπίτι (τόχανε το σίδερο για να γίνει η νύφη σιδερένια).
Κι όταν καθίσει η νύφη κι ο γαμπρός, μέσα που θα μπούνε, καταφτάνει η πεθερά με μια κούπα μέλι και μ’ ένα κουταλάκι να τους μελώσει.
Τότε πια το συμπεθεριό επιμένει να σηκωθεί η νύφη να χορέψει. Η νύφη βγαίνει έξω από το σπίτι και χορεύει, για να τη δει ο κόσμος που είναι έξω από το σπίτι μαζεμένος, γιατί τότε μαζευότανε πολύς κόσμος και από τα γύρω χωριά για να δούνε μια νύφη και δε τους χώραγε το σπίτι. Χόρευε πρώτα η νύφη, ο κουμπάρος δεύτερος, ο γαμπρός και ο μπραζέρης και οι στενοί συγγενείς. Αν είχε ο γαμπρός όργανα, χόρευε η νύφη με τα όργανα, αν δεν είχε, της λέγανε οι φιλενάδες της το τραγούδι το νυφικό.
Το βράδυ κάνανε το τραπέζι. Τα φαγητά: αρνιά ψητά, γουρνοπούλες, σούπες, σαλάτες, τυριά, ότι είχανε.
Τρώγοντας σηκώνανε κουπάρια (προπόσεις). Πρώτα σήκωνε ο κουμπάρος κι έλεγε: «αυτό το ποτηράκι το πίνουμε στην υγειά των νεονύμφων. Να ζήσουνε ευτυχισμένοι». Έπειτα όλοι γύρω σηκώνανε κουπάρια, για τη νύφη, το γαμπρό, το κουμπάρο, τη πεθερά, το πεθερό και ο ένας για τον άλλονε.
Μετά το φαΐ, η πεθερά έκανε μάτι της νύφης και η νύφη πρώτη από το γαμπρό έφευγε από το τραπέζι και καληνύχτιζε. Μετά σηκωνότανε κι ο γαμπρός και καληνύχτιζε κι αυτός.
Οι νυφάδες μένανε στο σπίτι του πεθερού, δε φτιάνανε από την αρχή δικό τους σπίτι.
Μέσα στη νύχτα, όταν ο γαμπρός έβρισκε τη νύφη εντάξει (παρθένα), άνοιγε το παράθυρο κι έρρινε με τη κουμπούρα μια πιστολιά, δυο ή τρείς. Η πεθερά τότε το άκουγε και καταλάβαινε ότι η νύφη είναι εντάξει.
Τότε πήγαινε η πεθερά και γιόμιζε τη ποδιά της καρύδια και τα έρρινε πάνου στη τραπεζαρία, που συνεχίζανε να τρώνε και να πίνουνε οι συμπεθέροι. Τότε σηκώνανε οι συμπεθέροι κουπάρια πολλά και το γλέντι άναβε.
Το γλέντι κράταγε μέχρι τη Τετάρτη, γιατί ο κάθε καλεσμένος πήγαινε το αρνί του και το κρασί του κι έτσι είχανε να τρώνε και να πίνουνε.
Τη Τετάρτη το πρωί που εσκόρπαε ο γάμος, η νύφη ήτανε υποχρεωμένη να ρίξει ένα μαντήλι του κάθε καλεστικού (καλεσμένου). Χαιρετάγανε τη νύφη και πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του.
Στις 8 μέρες έφτιανε η νύφη τη πίττα, παίρνανε το κρασί και τ’ αρνί τους και πήγαινε ο γαμπρός, η νύφη, ο πεθερός, η πεθερά και κανένας στενός συγγενής στο σπίτι της νύφης. Πηγαίνανε Σάββατο βράδυ, τρώγανε πίνανε γλεντάγανε και φεύγανε τη Κυριακή τ’ απόγευμα. Αυτά τα λέγανε πιστρόφια. Στις 15 μέρες πήγαινε η μάνα της νύφης, ο πατέρας, τ’ αδέρφια και κανένας συγγενής, στου γαμπρού το σπίτι. Το ίδιο και εκείνοι, με πίττα, αρνί, κρασί, γλεντάγανε και την άλλη μέρα φεύγανε. Κι έτσι τέλειωνε το γιόρτασμα του γάμου.
Αν όμως η νύφη δεν ήταν εντάξει, τη στέλνανε πίσω στον πατέρα της και άμα ήθελε ο γαμπρός, ο πατέρας της του έδινε πανωπροίκι (επιπλέον προίκα) για να τη κρατήσει. Άμα δεν το ήθελε ο γαμπρός, την άφηνε, δεν τη κράταε για γυναίκα του. Μερικές φορές όμως ο άντρας το έκρυβε και δε το έλεγε ότι η γυναίκα του ήταν μαγαρισμένη (διακορευμένη).

Όταν οι συμπεθέροι ξεκινούσανε μαζί με τη νύφη από το σπίτι της για να πάνε στου γαμπρού το σπίτι, λέγανε:
Να μη σας κακοφάνηκε που ‘ρθαμε στο χωριό σας
Εμείς τη νύφη πήραμε και το χωριό δικό σας.

Όταν η νύφη έμπαινε μπροστά να χορέψει, οι φιλενάδες της, της λέγανε:
Νύφη μου ωραιότατη που ‘σαι σαν το φεγγάρι
Πόσα φλουριά τα’ αγόρασες αυτό το παλικάρι;
Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα και πεντακόσια γρόσια
Όσα κι αν είναι τα ‘δωσα για τη γλυκιά του γλώσσα.

Για το γαμπρό λέγανε οι φιλενάδες της νύφης:
Γαμπρέ μου σε παρακαλώ τη χάρη να μας κάνεις
Αυτό το τριαντάφυλλο να μη μας το μαράνεις
Γαρίφαλο να το κρατείς και μήλο να το παίξεις.

Για τον κουμπάρο λέγανε:
Κουμπάρε που στεφάνωσες και έβαλες στεφάνι
Να δώσει ο Θεός και η Παναγιά να βάλεις και το λάδι.

Σχόλια

  1. Τραγούδια γάμου

    Σήμερα λάμπει ο ουρανός
    Σήμερα λάμπει η μέρα
    Σήμερα στεφανώνεται
    Αϊτός την περιστέρα.
    Μέλι να είσαι στον άντρα σου
    Γλυκό στην πεθερά σου
    Ζάχαρη στα κουνιάδια σου
    Και σ΄ όλη τη συριά σου.
    -Νύφη μου καλωσόρισες
    μες΄του γαμπρού το σπίτι
    σαν κυπαρίσσι να σταθείς
    σαν δέντρο να ριζώσεις και σαν μηλιά γλυκομηλιά
    τους κλώνους σου ν΄απλώσεις
    να κάμεις τους εννιά τους γιούς και μια ωραία κόρη.



    Σήμερα ειν ΄Παρασκευή κι απλώνω τα προικιά μου
    την κυριακή τα΄απόγευμα φεύγω κι πάω δουλεία μου.
    Εφκήσε με μανούλα μου
    Και δώς΄μου την ευχή σου
    Και πες πως δεν με μεγάλωσες
    Δεν είμαι πια δική σου
    Θα κάνω ξένους συγγενείς και ξένες φιλενάδες.

    Απο τη γιαγιά μου Ευσταθία Νικολακοπούλου (1909-2009)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική ανάρτηση!
    Μπράβο! Τα έχω βιώσει τα έθιμα και βρίσκω την αναφορά υπέροχη!
    Συνεχίστε να γράφετε, έτσι να διατηρείται η παράδοση, που ειναι τοσο πλούσια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί