ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΤΣΕΤΣΕΚΟΥ

Του Δημήτρη Πετρόπουλου 

 Στο χωριόμας, στην Μερόπη μας, έζησαν κατά καιρούς διάφοροι γραφικοί τύποι, που τους θυμόμαστε  τακτικά εμείς οι πιό παλιοί. Λέγοντας γραφικοί δεν το λέγω απαξιωτικά κατά κανένα τρόπο,αλλά ήταν ενδιαφέροντες τύποι, η με τα λεγόμενά τους η με την συμπεριφορα τους, έμειναν στην μνήμη μας ως σήμερα. Ενας από αυτούς ηταν ο Μπαρμπαγιώργης ο Τσετσέκος  με τα ατελείωτα και πανέξυπνα αστεία του. Τώρα που μεγάλωσα και εγώ  - όπως ολοι οι μεγάλοι- φέρνω ταχτικά στη μνήμη μου το χωριό μου με τους ανθρώπους του εκείνης της εποχής που την λέμε συχνά καλή εποχή αλλά αν την ειδούμε έξω απο τα νιάτα μας που είχαμε τότε, δεν ήταν καθόλου ωραία, μα σκληρή και μίζερη. Αλλλά ας σταματήσω εδώ την γκρίνια, αυτά ειναι θέμα μιάς άλλης συζήτησης για εκείνα τα χρόνια...εδω σάυτο το κειμενάκι, θέλω να σας πω λίγα για τον Τσετσέκο που σας είπα παραπάνω και να σας δώσω λίγα απο τα αστεία του που έλεγε η έκανε, για να τα ξαναθυμηθούμε οι παλιοί και να μάθουν οι πιό νέοι κάτι από αυτόν τον ωραίο άνθρωπο που πιστεύω και οι νέοι θα έχουν ακούσει τουλάχιστον το όνομά του  .
Πρίν ξεκινήσω να γράψω αυτό το κείμενο, θέλησα να έχω την έγκριση των παιδιών του Γ.Τσετσέκου, γιατί όταν ασχοληθείς μέ κάποιον που δεν υπάρχει σήμερα, δεν ειναι ευγενικό να το κάνεις χωρίς την έγκριση των δικών του . έτσι επισκεύτηκα τον γυιό του τον Γιάννη που διατηρεί  εμπορικό στην οδο Ευαγγελιστρίας στην Αθήνα για να πάρω την αδειά του. Ογδονταπεντάχρονος σήμερα ο Γιάννης, μα πάντα στίς επάλξεις της εργασίας, με δέχτηκε με εκείνο το καλωσυνάτο χαμόγελο των Τσετσεκαίων. Οταν του είπα το σκοπό της επίσκεψής μου, γέλασε και τελείως φυσικά  μου είπε.
-Μα οι ιστορίες του Τσετσέκου,είναι κτήμα της Μερόπης, πως μπορώ να σου αρνηθώ να τις καταγράψεις;
Αυτή η απάντησή του που ηταν τόσο αυθόρμητη, με έκανε να νιώσω πιό επιτακτικό το χρέος να γράψω λίγα λόγια για τον Μπαρμπαγιώργη. Ετσι θα προσπαθήσω όσο μπορώ να γράψω οτι θυμάμαι και οτι συλλέξω απο άλλους  που έζησαν πιό κοντά του και θυμούνται περισσότερα...
Λοιπόν στη πάνω αγορά, εκει που ήταν ο πλάτανος και το πηγάδι στην μέση του δρόμου, ο Μπαρμπαγιώργης ειχε ενα μαγαζάκι που ήταν καφενείο και ταβερνούλα μαζί. Φτωχικό, αλλά μάζευε τον κόσμο της εποχής εκείνης  που δεν ζήταγε τίποτα περισσότερο απο εναν καφέ η ένα ποτηράκι κρασί και την παρέα. Ο μπαρμπαγιώργης με τα αστεία του και το κέφι του το ανεξάντλητο ηταν πάντα αγαπητός και σου έφιανε τη διάθεση...
Σε μας τους μικρούς της εποχής εκείνης, μιλάμε για το 1947 – 1950, ο Τσετσέκος, έγινε γνωστός απο τα απολυτήρια του σχολείου. Και να πως.
Ενα παιδάκι τον Ιούνιο που έδιναν τα ενδεικτικά η τα απολυτήρια,έμεινε στην ίδια τάξη και φυσικά δεν του έδωσαν απολυτήριο. Αυτό κλαίγοντας πήρε το δρόμο για το σπίτι του . Το είδε ο Τσετσέκος που έκλαιγε, και του λέει.  – έλα εδώ ρε να σου δώσω εγώ απολυτήριο.
Πήρε μιά κόλλα χαρτί και έγραψε.
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ
΄΄Παναγίωτης Π. Πατρός κλεφτοκοτά, οδος τραγιών Παυλάκη 250, διαγωγή κατσικογουρουνήσια, -πάει στην άλλη τάξη με τον βαθμό 355000 . μιά σφραγίδα με τον πάτο του ποτηριού και έτοιμο το απολυτήριο.... αυτό έγινε γνωστό έγινε η σχετική ...πλάκα και έμεινε πιά, όποιος δεν πήγαινε στην επόμενη τάξη, να του λέμε ότι απολυτήριο θα πάρει απο τον Τσετσέκο.
-Μιά μέρα πέρασε ενας μάστορας που φώναζε οτι επισκευάζει καρέκλες. Ο Τσετσέκος ειχε κάμποσες χαλασμένες και τον φώναξε να τις φιάξει. Από οτι φάνηκε ήταν σχεδόν ανίδεος γιατί  προσπαθούσε να φιάξει τις καρέκλες να μην κουνιώνται, έκοβε πότε το ένα πόδι, ποτε το άλλο, αλλά οι καρέκλες όλο και κουνιόντουσαν. Τον είδε ο Τσετσέκος και βέβαια τον έδιωξε γιατί θα τις χάλαγε όλες. Μετά από λίγο πέρασε ο γέρο- Γρηγόρης ο Χρονόπουλος και τον ρωτάει. –Ρέ κουμπάρε Γιώργη, ήταν καλός ο μάστορας γιατί έχω κι εγώ κατι χαλασμένες να μου τις φιάξει;  Α, περίφημος, πρώτος μάστορας σου λέω , τρέξε βρές τον μη σου φύγει. Ο γεροΓρηγόρης  τον βρήκε ,τον πήγε σπίτι,  ο μάστορας έκοβε από εδώ το ένα πόδι, κουνιόταν η καρέκλα, έκοβε το άλλο πόδι, κουνιόταν από την άλλη μεριά, σιγά σιγά τις κόντηνε όλες τίς καρέκλες, έβαλε τίφωνές ο Γρηγόρης και τον έδιωξε κι εκείνος. Πάει στον Τσετσέκο και του λέει. Ρέ κουμπάρε Γιώργη, τι καλός μάστορας μου ειπες, ρε μου έκανε τις καρέκλες σαν καρεκλάκια για παιδιά, πανάθεμά τον.
-‘Αμ τί, με μένα μόνο θα γελάνε,  η απάντηση του Τσετσέκου.
Συζητάγανε στο καφενείο για τη κατοχή από τους Γερμανούς, τις ζημιές που κάνανε, τις διώξεις και τοσα άλλα και τους αναθεματίζανε όλοι. Ο Τσετσέκος , πλησιάζει κάνοντας τον σοβαρό και τους λέει. Ρέ παιδιά εμένα δεν μου κάνανε κανένα κακό οι Γερμανοί δεν με πειράξανε οι άνθρωποι δεν μου πήρανε τίποτα γιατί τους βρίζετε;
Πώς και δεν σε πειράξανε εσένα ρε Γιώργη; τι ειναι αυτά που λές;  - Να σας πώ. Η γυναίκα μου ήταν γριά και άσχημη, το αλογό μου κλώτσαγε και δάγκωνε, και η σκάλα του σπιτιού μου είχε τα μισά σκαλιά γιατί να με πειράξουνε....
-Στην κάτω αγορά, είχε μπακάλικο και έκανε εμπόριο ο Βασίλης ο Νιάρχος. Ήταν ενας εξαίρετος άνθρωπος σοβαρός και πολύ καλός έμπορος, αλλά ο Τσετσέκος ήθελε να του κάνει μιά καζούρα . και να τι σκαρφίστηκε. Βρήκε εναν χωριάτη που είχε ζώα και του λέει. Ρε σύ, ο Βασίλης ο Νιάρχος θέλει δυό σακιά κοπριά φρέσκια από γουρούνια η γελάδες, αλλά επειδή δεν έχει καιρό να ασχοληθεί μου είπε εμένα να του βρώ, να πάρε 30 δραχμές και να πάς την Κυριακή το πρωί πριν ανοίξουν τα μαγαζιά και να του την αφήσεις μπροστά στην πόρτα του και θα την πάρει εκείνος.  Ε, βέβαια η εντολή εκτελέστηκε, ο Βασίλης ο Νιάρχος τράβαγε τα μαλλιά του και η πλάκα του Τσετσέκου επέτυχε...
-Κάθε Οκτώβρη, του αγίου Δημητρίου, γινόταν πανηγύρι στην πάνω αγορά , εξω απο το μαγαζάκι του μπάρμπα Γιώργη. Έφερναν και όργανα και εκείνα τα χρόνια ερχόταν και μιά τραγουδίστρια η Χαρούλα που τραγούδαγε πολύ ωραία αλλά ηταν και αρκετά όμορφη και μάζευε πολύ κοσμο. Μιά χρονιά λοιπόν η Χαρούλα τραγουδάει με την ορχήστρα, αλλά κάποια στιγμή ζήτησε η κοπέλλα να πάει στην τουαλέτα, αλλά ποιά τουαλέτα; στό βάθος της αυλής του Τσετσέκου ηταν ενα παλιοσπιτάκι που ...παρίστανε την τουαλέττα. Της έδειξε ο Τσετσέκος που να πάει και όταν μπήκε η Χαρούλα στο σπιτάκι, έλυσε ο μπαρμπα Γιώργης τον σκύλο του που πολιόρκησε τη Χαρούλα και δεν την άφηνε να βγεί. Φώναζε η Χαρούλα, γάβγιζε ο σκύλος και έξω τα όργανα έκαναν πως παίζανε περιμένανε τη Χαρούλα αλλά που να φανεί η τραγουδίστρια. Αυτός που είχε νοικιάσει το μαγαζί και έκανε το πανηγύρι, ανησύχισε και βγήκε να τηνψάχνει. Άκουσε τις φωνές της μέσα από το σπιτάκι, πήγε έδιωξε τον σκύλο και απελευθέρωσε την κατατρομαγμένη Χαρούλα . Και ο Τσετσέκος έσπαγε πλάκα....
-Τα χρόνια εκείνα μετά που είχε τελειώσει ο πόλεμος και μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, δεν ήταν και όλα ρόδινα και ήσυχα. Υπήρχαν υπολείματα παθών και συμπεριφορές που σήμερα δεν θα τίς λέγαμε και δημοκρατικές. Επειδή η οικογένεια του Τσετσέκου είχε στενή συγγενική σχέση με την οικογένεια του Κωστανταρόπουλου που ήταν αριστερή, τα όργανα της τάξης τον ενοχλούσαν συχνά τον μπαρμπαΓιώργη με μηνύσεις γιά παραβάσεις στο μαγαζί του , παρά το οτι αυτός δεν είχε ανάμιξη σε τίποτα σοβαρό.  Μιά φορά λοιπόν τον πήγαν στό δικαστήριο γιατί βρήκαν ακάθαρτο το μαγαζί του.
-Kατηγορούμενε, ξέρεις γιατί κατηγορείσαι; τον ρώτησε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου. –Οχι κύριε πρόεδρε δεν γνωρίζω. – Πώς οχι, εδώ λέει ότι το μαγαζί σου ήταν βρώμικο και είχε αράχνες.  – Αράχνες; τι αράχνες κύριε πρόεδρε τι είναι δεν ξέρω.  – Τόν κουτό κάνεις; δεν ξέρεις τι είναι οι αράχνες;  - Oχι κύριε πρόεδρε δεν τίς ξέρω.  –Δέν τις ξέρεις που κάνουν κάτι σαν πανί;  -Κύριε πρόεδρε, μήπως λέτε σαν εκείνες που κρέμονται πάνω απο το κεφάλι σας  στό ταβάνι;  - Γύρισε ο πρόεδρος και κοίταξε στο ταβάνι του δικαστηρίου που κρεμόντουσαν πάρα πολλές αράχνες, γέλασε και... ελεύθερος ο κατηγορούμενος  
--Καλοκαίρι, απομεσήμερο και ο Τσετσέκος κάθεται εξω απο το μαγαζάκι. Περνάει ενας μικρός και τον φωνάζει ο Τσετσέκος. Ρέ σύ, αγοράζω τσιτζήρια μια δεκάρα το ένα, τρέξε να μαζέψεις και να μου τα φέρεις να τα αγοράσω. Ο μικρός πήρε και δυό φίλους του και βγήκαν να μαζεύουν τζίτζηκες πάνω στίς συκιές και τις ελιές. Αφού γέμισαν τίς τσέπες τους, πήγαν στον Τσετσέκο να τα αγοράσει. Μπράβο ,πολύ ωραία παιδιά, βάλτε τα επάνω στο τραπέζι να τα μετρήσουμε. Τα παιδάκια άδεισαν τις τσέπες τους επάνω στο τραπέζι αλλά όπως ηταν επόμενο, τα τζττζίκια πέταξαν και έφυγαν. Τώρα ; τί να κάνουμε; λέει ο Τσετσέκος, να , πάρτε ένα λουκούμι και άντεστε... έφυγαν οι μικροί με το λουκούμι και έμεινε ο Τσετσέκος να γελάει με τους πιτσιρικάδες.

Τα αστεία αυτά του Τσετσέκου, δεν σημαίνει οτι έγιναν ακριβώς έτσι οπως τα περιγράφουμε, αλλά έτσι κυκλοφορούσαν στο χωριό μας και έτσι τα θυμόμαστε και εμείς σήμερα. Ειναι δεκάδες αυτές οι αστείες ιστοριούλες , αλλά  αυτές θυμηθήκαμε για την ώρα και θα χαρούμε πολύ άν κάποιος άλλος συμπληρώσει αυτή την μικρή συλλογή για τον αξέχαστο Μπαρμπαγιώργη Τσετσέκο.


Σχόλια

  1. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος, είναι από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες που έχει αναδείξει η Μερόπη. Το Meropitopik, το χωριό μας και ο τόπος μας γενικότερα, του οφείλει πολλά για τη διάσωση και μεταλαμπάδευση στις επόμενες γενιές ενός ανεκτίμητου θησαυρού.
    Φίλε Δημήτρη, ΕΥΓΕ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη