Θα χαρούμε πολύ να επικοινωνήσετε μαζί μας! Στείλτε μας τις απόψεις σας, τα σχόλιά σας, την κριτική σας και τις υποδείξεις σας. Γράψτε μας στη διεύθυνση:
Αφήγηση της Χρυσούλας Ντόγκα από την Οιχαλία, γεννημένη το 1889: Όταν πρόκειται ο άνθρωπος να πεθάνει τον παραστέκανε. Είναι εκεί οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας, τα παιδιά και οι γείτονες, όσοι είναι αγαπημένοι. Πριν πεθάνει τόνε φροντίζουνε να το μεταλάβουνε, αν είναι αμετάλαβος. Αν δε μεταλάβει είναι κολασμένος. Όσοι ‘ναι μες το σπίτι πρέπει να φροντίσουνε να μη τόνε αφήσουνε να πάει αμετάλαβος. Όταν πεθάνει, αμέσως του πιάνουνε τα σαγόνια και του κλείνουνε τα μάτια μέχρι να κοκαλώσουνε. Φέρνουνε κρασί και το πλένουνε καθαρά. Τόνε βάνουνε σε καθαρό σεντόνι και τόνε ντύνουνε με τα καλά του ρούχα και στολίζεται σα γαμπρός. Μετά του δένουνε τα χέρια, του δένουνε τα σαγόνια, τα πόδια και τόνε τοποθετάνε σε κάτι πρόχειρο όσο να φέρουνε το κασόνι του. Αμέσως όταν το ‘τοιμάσουνε πάει ένας από το σπίτι και βαράει τη καμπάνα «στα τρία» και πάνε οι χωριάτες και οι συγγενείς με τα λουλούδια και το κερί. Πάει και ο παπάς και του διαβάζει την ευχή και ξαναπάει όταν τόνε βγάλουνε τον άνθρω
Αφήγηση της Χρυσούλας Ντόγκα από την Οιχαλία, γεννημένη το 1889 : Κείνα τα χρόνια, το κορίτσι ήτανε πολύ δεσμευμένο και ο αδερφός, ο πατέρας και η μάνα, το φυλάγανε και δε μπόρεγε να πιάσει αγάπη. Αν όμως ήτανε καμιά ζωηρή και έξυπνη πολύ, μπορούσε να τα φτιάξει με κανένα χωριατόπαιδο, κρυφά πια κι απ’ το Θεό. Και όταν το προξενεύανε από διάφορα χωριά και διάφορους ανθρώπους και τη βιάζανε να παντρευτεί, εκείνη έλεγε δεν παντρεύομαι, έτρωγε πολύ ξύλο και τότε έλεγε στη μάνα της ότι αγαπά κάποιον στο χωριό και η μάνα της, πλάγια – πλάγια τόλεγε στον πατέρα. Μετά ο αγαπητικός έβαζε το πατέρα και έστελνε προξενητή στη νύφη και τα τελειώνανε και την έπαιρνε. Και καμιά φορά, αν δεν τον ήθελε ο πατέρας της, την έπαιρνε κρυφά και έφευγε. Ο πατέρας της την ξεπαίδιζε και δεν της έδινε ούτε προίκα ούτε τίποτα. Σε κανά χρόνο το αργότερο τα ξαναφτιάχνανε. Σπάνιο πράμα να σκοτώσει η σειριά της νύφης τον γαμπρό και να ντουφεκιστούνε. Παντρεύονταν με συγκέσιο τα κορίτσια που ήταν άβγαλτα και δ
Αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής μας ιστορίας είναι και οι ιδιωματισμοί της γλώσσας, που χρωμάτιζαν την ομιλία των κατοίκων της Μερόπης και την έκαναν πιο χυμώδη, πιο εκφραστική και πιο αυθόρμητη, και που θ' αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο μερικές λέξεις από αυτές. Όσον αφορά την προφορά της γλώσσας, θα πρέπει να πούμε ότι αυτή είναι από τις πλέον ορθές στην Ελλάδα, με πολύ μικρές ιδιομορφίες. Προφέρεται αρκετά παχύ το νι και το λι, καθώς και το σι. Ακόμα προστίθεται μερικές φορές και γίνεται έντονα αντιληπτό, ανάμεσα σε δύο σύμφωνα ένα ι, π.χ. σταθιμός, καπινός και ακόμα σε διάφορους ρηματικούς τύπους αντικαθίσταται τι ε με ου π.χ. Τι κάνουτε; Πότε θα ρθούτε; Θα φύγουτε; Πηγαίνουτε στο σπίτι; Επίσης πολύ συχνά στην καθομιλουμένη επαναλαμβάνεται η λέξη χάμω, χάμου. Αγκωνή =άκρη καρβελιού κειώνω =τελειώνω σκιάχτηκα = τρόμαξα αγροικάω = ακούω κιούπι =πήλινο λαγήνι σκουράντζος = ρεγγα αδειάζω = ευκαιρώ κουτσούνα = κούκλα σουβή =σ