ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ ΝΤΡΕΔΩΝ


Από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη:

"...Ο Παπαφλέσιας πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι κ' έναν με βιολί και πήγαμε εις Λιοντάρι. Από τα σώματα, τους χίλιους-διακόσους ανθρώπους, δεν ακολούθησαν μαζί μας μήτε εξακόσοι· δεν θέλαν να 'ρθουν· τους ανακάτωναν οι αναντίοι και τους δείλιαζαν, σαν χάλασαν οι Μεσσήνιοι τον Ποργιώτη εις τους Λάκκους (Με το κοινό αυτό όνομα είναι γνωστά τα χωριά Μερόπη, Φίλια, Οιχαλία, Μάλτα, Λουτρό κλπ. στην Τουρκοκρατία). Σηκωθήκαμε μ' αυτούς πήγαμε εις Λιοντάρι. Κρατεί αυτό το μεγαλύτερο σώμα εκεί ο Παπαφλέσιας, κ' εμένα με διακόσους-πενήντα, οπού 'χα δικούς-μου, μου είπε να κατέβω εις τους Λάκκους όσο-να συνάξη πατριώτες του ο Παπαφλέσιας και την αυγή έρχονται κι' αυτείνοι. Μπιστεύτηκα, πήρα τους ανθρώπους μου και κατέβηκα εις τους Λάκκους. Το βράδυ το μαθαίνουν οι Αρκαδηνοί, οι λεγόμενοι Ντρέδες (έποικοι από την Αλβανία γνωστοί ως Αρβανίτες), και δια νυχτός αυτείνοι κι' άλλοι από τα κοντινά μέρη έρχονται και με κλείνουν ολόγυρα και πιάνουν όλα τα τριγυρινά χωριά. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, μπονόρα- ήταν καρσί το Μελιγαλά κ' έχει καμπόσες κούλιες (Τούρκικα φυλάκια), έστειλα και τήραξα, δεν τις είχαν πιασμένες ακόμα -σηκώθηκα και πήγα και τις έπιασα αυτές και το χωριόν· και δυναμωθήκαμε από-κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλήθος· μου παραγγέλνουν ν' αδειάσω το χωριόν, ότι θα μπούνε αυτείνοι, οπού λευτέρωσαν αυτούς τους τόπους· και θα φάνε αυτείνοι κόττες και γάλλους και πήτες· κ' εγώ να φύγω να πάγω από-'κεί οπού 'ρθα· ότι πήγα και τους πάτησα τα γερά τους χώματα. Κι' αν δεν φύγω, να τους καρτερέσω· και θα μου ριχτούνε· και θα το πάθω χερότερα από τον Ποργιώτη. Εκείνους τους εσπλαχνίστηκαν και τους πήραν τ' άρματά τους και τους απόλυσαν· εμάς και τ' άρματά μας θα μας πάρουν και τα κόκκαλά μας θα μείνουν εκεί. Τότε στοχάστηκα κι' αυτούς τους αποστάτες της πατρίδος ν' απατήσω, δια-να μην πάθωμεν καμμίαν ντροπή, ξένοι άνθρωποι κι' ολίγοι, σε τόση δύναμιν οπού 'ταν αυτείνοι, και τον γενναίον Παπά-Φλέσια, οπού γλεντάγει εις το Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα -και δια-να γλεντάγη βάσταξε κι' όλους τους ανθρώπους (δια-να πάθω εγώ με τους συντρόφους μου), πρέπει να φέρω και την αγιωσύνην του εδώ να μιλήση με τους πατριώτες του τους Αρκάδιους, οπού γνωρίζουν τον πατριωτισμό και την αρετή ένας του άλλου. Λέγω των Αρκάδιων οπού 'ρθαν πλησίον μου· αφού ρώτησα πώς λένε τους αρχηγούς, τον καθένα, τους λέγω να βγούνε αλάργα-από τους ανθρώπους τους αυτείνοι όλοι, οι αρχηγοί, ότι θέλω να τους μιλήσω· ότ' είμαι διαταμένος από την Κυβέρνησιν. Συνάχτηκαν όλοι 'σ ένα μέρος· δυνάμωσα το χωριόν καλά, πήρα κι' ανθρώπους μαζί μου και πήγα. Εκεινών οπού άφησα εις το χωριόν τους είπα, αν έρθω μαζί-μ' εκείνους και τους κάμω το σινιάλο, να τους βαρέσουνε, όταν πλησιάσω από-κάτου την κούλια, αν θελήσουνε να 'ρθουν μαζί μου να μπούνε εις το χωριόν, όπως έλεγαν να τ' αδειάσουμε εμείς να μπούνε εκείνοι. Πήγα με πεντέξι κάτου, " εκεί οπού ήταν οι αρχηγοί, τους χαιρέτησα, τους είπα· "Ποιος είναι ο αρχηγός;-" " Ο Μήτρος". Μου τον δείξαν· τον πήρα και πήγαμε οι δυο μας " " παραπέρα. Του είπα· "Η Κυβέρνηση δια την γενναιότητα κι' αγώνες οπού 'χεις" προς την πατρίδα έστειλε τον άγιον Παπαφλέσιαν, τον πατριώτη σας, κ' έχει τόσες λίρες για σένα. ('Οτι τότε μας δώσαν τις λίρες να λευτερωθούμε κι' όχι όποιοι είναι κεφαλές να τις φάνε. Μούτζες και στρούτζες να 'χουν και το 'να το μέρος και τ' άλλο). Του είπα του γενναίου αντρός τις λίρες οπού 'χει ο Παπαφλέσιας και τον βαθμό του και δια τα παληκάρια του άλλες λίρες. (Αφού σκότωσαν τους ντόπιους Τούρκους αυτείνοι, πήραν το βιον τους. Κι' όλα τα δικαιώματα αυτείνοι τα είχαν· κι' όλο εφύλιους πολέμους κάναν). Αυτόν τον αρχηγόν τον ηύρα πολλά φτωχόν και τον πλούτηνα με χρήματα και βαθμούς -λόγια της όρεξής του -οπού τα 'χει ο άγιος Παπαφλέσιας, ο πατριώτης του (κι' αυτός δεν είχε άλλο τίποτα από τα παιγνίδια οπού πήρε από την Τροπολιτζά και γλένταγε με τις συμπατριώτισσές του. Αφού διόρθωσα τον αρχηγόν, τον ρώτησα τι γενναιότητα έχει ο καθείς από τους άλλους και τι πρέπει να μεσιτέψω εις τον άγιον Παπαφλέσια. Μου σύστησε εκείνους οπού 'θελε. Πήρα τον καθέναν, το' 'δωσα από 'να ασκί μ' αγέρα -όσο-να 'ρθη ο άγιος Παπαφλέσιας· τους ανάπαψα όλους. Γύρευαν να μείνω 'σ το μισό χωριό εγώ, 'σ το Μελιγαλά, και 'σ τ' άλλο μισό να μπούνε κι' από 'κείνους. Τους περικάλεσα να πάνε 'σ άλλα χωριά να μείνουν μίαν βραδειά όσο-να 'ρθη ο Παπαφλέσιας να λάβουν τα δίκια τους· κι' όπως μείνουν σύνφωνοι, γίνεται ύστερα. Τους ησύχασα· πιάσαν τα χωριά του Ριζού και Μπούγα και μέρος από του Κάμπου και τους Κωσταντίνους. Εκεί είχανε και την διοίκησίν τους, τα πρωτόκολλά τους κι' όλα τους τ' αναγκαία, ως κεντρικόν χωριόν και δυνατό. Αφού έφυγα από αυτούς, φκειάνω ένα γράμμα του άγιου Παπαφλέσια και " του λέγω· "Εδώ μαθαίνοντας τον καλό σου ερχομό, όλοι οι Αρκαδηνοί και " τα κοντινά μέρη ήρθαν μικροί μεγάλοι και προσμένουν τον πατριώτη τους, τον σωτήρα τους· και ήθελαν να 'ρθούνε αυτού και τους αλκότησα· τους είπα ότι απόψε είσαι 'δώ, και μείναν. Να μην χάσης καιρό, μίαν ώρα αρχύτερα να " κοπιάσης, ότ' είναι και πολλοί σημαντικοί οπού σε προσμένουν". Το γράμμα " το 'δωσα ενού ανθρώπου μου οπού να 'ναι τέτοιος ψεύτης, να ψυχώνη τον Παπαφλέσια να 'ρθη. Ευτύς-οπού το 'λαβε άφησε όλα του τα παιγνίδια και ξημέρωσε εις το χωριόν Σαντάνι. Βρέθη εύλογον από τους Αρκάδιους να σταθή εκεί να είναι σε κεντρικόν μέρος, αλάργα-από μέναν και πλησίον-σ αυτούς. Όταν ήμαστε εις τ' Ανάπλι έλεγε ο άγιος Παπαφλέσιας της Κυβέρνησης ότι θα φέρη τον αδελφό του Νικήτα κι' άλλους συγγενείς του περίτου από δυο-χιλιάδες, χωριστά το σώμα οπού μου βάσταξε εμένα, κ' εγώ έμεινα με διακόσους-πενήντα ανθρώπους. Ήρθε ο αδελφός του μ' οχτώ μόνον ανθρώπους. Ο άγιος Παπαφλέσιας ξημέρωσε εις το Σαντάνι, να τον δεχτούνε οι πατριώτες του, μόνον με το σώμα οπού τ' άφησα, κι' ο αδελφός του και οι άλλοι οι συγγενείς του όλοι οχτώ. Πάνε οι γενναίοι Ντρέδες δια τα βραβεία των αντραγαθημάτωνε τους, δια χρήματα και βαθμούς, να τους τα δώση ο Παπαφλέσιας. Ο Παπαφλέσιας γύρευε τις επιδέξες, ότι άφησε τα παιγνίδια και ήρθε οληνύχτα· οι Αργάδιγοι όλο τα βραβεία. Δεν είχε κανένας τίποτα αλήθεια να δώση του άλλου. Τότε στέλνουν επίτηδες να πάγω εγώ να τους " ξηγήσω την υπόθεσιν. Τους αποκρίθηκα· "Εγώ είμαι ξένος άνθρωπος, δεν " " γνωρίζω από αυτά. -Ντουφέκι!" του λένε οι Αρκάδιγοι του Παπαφλέσια· " κι' άρχισε το ντουφέκι. Κινιώνται και δια 'μένα όσ' ήταν εις το Μπούγα και 'σ τα Ριζοχώρια κι' όλα εκείνα τα μέρη, περισσότερη κι' αντρειότερη δύναμη, ένα ότι τους απάτησα και τ' άλλο ότι τους μόλυνα τα γερά τους χώματα -τ' απολέμητα. Πήρα εκατό ανθρώπους διαλεμένους δικούς-μου και καμμιάν πενηνταριά Μελιγαλιώτες δια-να τους τραβήσω από το χωριό να-μη μου κάμουν καμμίαν απιστιά, και πήγα κ' έπιασα το παλιό Αλειτρούγι· το 'χαν καμένο οι Ντρέδες και σώζονται μια παλιοκούλια και χαλάσματα. Όλα αυτά τα χωριά ρωτούσαν πόσοι είμαστε κι' αν έχομε και καλά άρματα, να τα πρωτοπάρη ο καθείς, όποια κολώνα μας κυργέψη. Από του Ριζού το μέρος ήταν ο Μήτρο Πέτροβας, ο Γκρίτζαλης κι' ο Καλαμπόκης· από το Μπούγα ήταν πολλές κεφαλές κι' ως χίλιοι άνθρωποι, όλοι ελεύτεροι εις τα ποδάρια. Μας ρίχτηκαν εκείνοι και τόσο μας πλάκωσαν -το μπαγιράκι το δικό-μας κ' εκεινών πλησιάσαν· ήμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τα μαχαίρια, σκοτώσαμε τον μπαϊραχτάρη τους, πήραμε το μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε και άλλους πεντέξι, πιάσαμε και καμπόσους ζωντανούς και τους κυνηγήσαμε πέρα-από το Μπούγα. Μ' εκείνη την ορμή ριχτήκαμε και των αλλουνών και τους βγάλαμε καμπόσο απάνου. Τον Παπαφλέσια τον έμασαν πολλοί εις το γιοφύρι του Σαντανιού και τον πήγαν ως το Σαντάνι· και σκότωσαν δυο-τρεις δικούς του και τον Χατζή-Ηλία, ένα παληκάρι σπάνιον. Τότε, δια-να ξεθυμάνωμε τον πόλεμον του Φλέσια, πάμε εις το Μπούγα και τους δίνομε ένα τζάκισμα και τους πήγαμε κυνηγώντα ως το Καλυβοχώρι (Καλύβια), οπού 'ναι λωβιασμένοι κ' εκεί τους αφήσαμε. Οι άνθρωποί μου πήραν λάφυρα πολλά, όταν τους χαλάσαμε, κι' από 'κείνους κι' απ' όσους δεν φταίγαν· δεν μπορούσα να τους βαστήσω τους ανθρώπους εις την αγανάχτησιν οπού 'χαν αναντίον των Αρκάδιων, ότι μας φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε οπού τους πατήσαμε τα γερά τους χώματα. Μου λαβώθηκαν κι' από τους δικούς μου καμπόσοι. Χαλάγοντας αυτούς ριχτήκαμε και εις εκείνους οπού ήταν εις τον Παπαφλέσια· τους πήραμε τις πλάτες και τζακίστηκαν. Και σουρούπωσε· και πήρα τους πληγωμένους και πήγα εις το Μελιγαλά. Και δια νυχτός συνάχτηκαν οι Αρκάδιγοι πίσου εις το Μπουγά και Κωσταντίνους. Και τ' αριστερά χωριά έπιασαν και δυνάμωσαν κατά της Καρύταινας το μέρος, να 'χουν τον τόπον ανοιχτόν από 'κείνο το μέρος· ότι πρόσμεναν μιντάτι από 'κείθε την αυγή, τη δύναμή τους την πολλή· τους ήρθε κι' άλλη δύναμη δια νυχτός και πιάσαν από το Μπούγα και Κωσταντίνους κ' εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού 'σ το Σαντάνι. Τότε πήγα κ' εγώ εις το Σαντάνι και πήρα τους ανθρώπους, κ' έστειλα καμμιά εκατοστή και τους πήραν τις πλάτες· και συχρόνως τους χτύπησα κ' εγώ από-'μπρός κ' εκείνοι από τις πλάτες και τους χαλάσαμε απ' ούλα εκείνα τα μέρη· και τους ριχτήκαμε μέσα-εις τους Κωσταντίνους. Τους χαλάσαμε κ' εκεί και πιάσαμε ζωντανούς, τους πήραμε τα πραχτικά τους κι' όλα τους τ' αναγκαία και τους πήγαμε κυνηγώντα ως την αλλού ψηλότερη ράχη, οπού 'ναι από-πίσου τους Κωσταντίνους. Όταν χαλάστηκαν αυτείνοι εις τους Κωσταντίνους, άφησαν και το Μπούγα και κόλλησαν όλοι 'σ εκείνο το μέρος. Τότε τους μίλησα και τους έδωσα λόγον της τιμής και κατέβηκαν κι' " ανταμωθήκαμε οι αρχηγοί τους και πολλοί από αυτούς. Τους είπα· "Αυτό " το έθνος σήκωσε ντουφέκι του Σουλτάνου -και δεν το υπόταξε. Εσείς θα " το υποτάξετε και δεν θέλετε Διοίκησιν; Και ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν " " και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ' εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός·" και δεν μας γνωρίζουν και τ' άλλα τα έθνη. Θα μας λένε κλέφτες και παντίδους. Και οι Τούρκοι δεν χάθηκαν με τους ντόπιους εκείνους οπού σκοτώσετε εσείς κ' εμείς· ήρθαν εις την Ρούμελη νέγοι Τούρκοι και, καθώς τρωγόμαστε, θα μπούνε κ' εδώ· και θα σας πατήσουνε αυτείνοι τα γερά σας χώματα, οπού φωνάζετε οπού σας τα πατήσαμεν εμείς. Εμείς είμαστε συνάδελφοί σας κ' Έλληνες. Κι' αν δεν μάθετε γνώση, θα τα πατήσουν αυτείνοι και θα χαθήτε κ' εσείς κ' εμείς. -Είναι η Πελοπόννησο, μου λένε, " όλη αναντίον σας και θα κάμωμε δική-μας Διοίκηση. -Στοχάζεστε; τους " λέγω. Σας κουβεντιάζω ως χριστιανός, ότι θα πάθετε· ότι η Κυβέρνηση έχει τόσα στρατέματα, Καρατασσαίους, Καραϊσκάκη, Σουλιώτες κι' άλλους πολλούς κι' από τ' άλλα τα μέρη τα έξω. Ότι δεν κάψαν τα σπίτια τους εκείνοι κι' όλη η Ρούμελη δια-να σκοτώσετε εσείς δυο ψωρότουρκους ντόπιους και να μας κάνετε κάθε στιμή νόμους κ' εφύλιους πολέμους και φατρίες δικές-σας. Και θα μπούνε μέσα όλοι αυτείνοι κι' αν δεν βαίνετε εσείς γνώση, θα σας βάλωμε εμείς. Συναχτήτε 'σ ένα μέρος κ' έρχομαι μ' έναν άνθρωπον " μόνον να σας μιλήσω και είστε νοικοκυραίοι να κάμετε ό,τι αγαπάτε". " Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό, ότι νύχτωσε, και την αυγή να πάγω 'σ το Λιάτανι. Εκεί πλησίον είναι και η Αρκαδιά και τα χωριά της κ' εκεί συνάζονται· και να πάγω να μιλήσουμε. Κι' αναχωρήσανε αυτείνοι κ' εμείς. Πήγα εις τους Κωσταντίνους, μίλησα αυτά και με τον Φλέσια, να μπούμε με τρακόσιους ανθρώπους εις την Αρκαδιά (και τόσοι μείναμε πραματικώς του ντουφεκιού, ότι πήραν πλιάτζικα εκείνοι οπού 'ταν από τα σώματα κι' αναχώρησαν οι περισσότεροι). Την άλλη ημέρα πήρα έναν άνθρωπον κ' έναν οδηγόν και πήγα 'σ το Λιάτανι. Ήταν μαζωμένοι απ' ούλα τα μέρη· τους τα μίλησα παρουσία με λύπη της ψυχής μου κ' έκλαψα· κι' αυτείνοι οι καλοί άνθρωποι μ' άκουσαν ό,τι τους είπα. Τους είχε σηκώση το νου τους ένας κερατοκαλόγερος, τον λέγαν Πρωτοσύγκελον, τζιράκι των Κολοκοτρωναίων κι' αυτός ο άτιμος τους 'ρέθισε, ότ' ήταν εις το ποδάρι του δεσπότη και σηκώθηκαν, κι' ο Θανάσης Γληγοριάδης ένας συνάδελφος του Πρωτοσύγκελου και κλεφτοαλευράς. Είχαμε τ' αλεύρια δια τ' ασκέρι, δια τους Τούρκους να τους πολεμήσουμε, κι' αυτός έκλεβε τ' αλεύρια κι' άφινε το στρατόπεδο νηστικό. Αυτοί 'ρέθισαν τους ανθρώπους κι' άλλοι όμοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι να μπούμε εις την Αρκαδιά με τρακόσιους ανθρώπους· και γνωρίζουν την Κυβέρνησιν· και με περικάλεσαν να γράψω με τον Παπαφλέσια εις την Κυβέρνησιν να τους συχωρέση. Ευκαριστήθηκαν οι άνθρωποι όλοι από 'μένα κι' εγώ από αυτούς. Πήρα τους αρχηγούς τους να μιλήσουμε και με τον Παπαφλέσια να μπούμε μέσα-εις την χώρα, καθώς συνφωνήσαμε. Πήγαμε απόξω τους Κωσταντίνους εις την ράχη, ήρθε κι' ο Φλέσιας μείναμε σύνφωνοι ό,τι μίλησα με τους Αρκάδιους εγώ να γίνη. Πήρε να σουρουπώση· έρχονται εις τους Αρκάδιους, οπού 'ταν εκεί, οι αρχηγοί, τους λένε ότι τους έγραψε ο Κολοκοτρώνης, ο Ζαϊμης, οι Ντεληγιανναίγοι κι' άλλοι πολλοί, ότι μία μεγάλη δύναμη απ' ούλους αυτούς τους συντρόφους έρχονται προς βοήθειάν τους και να μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες δια συβιβασμόν. Είχε πάγη ο άγιος Πρωτοσύγκελος κι' ο Γληγοριάδης 'σ αυτούς, όταν τους χαλάσαμε εις τ' Αλειτρούγι, και είπαν αυτά του αρχηγού Κολοκοτρώνη και διόρισε τα φουσάτα του αναντίον μας· και τους είπε με θέλει ζωντανό να με γδάρη σαν πρόβατο. ('Οτ' ήταν χασάπης εις την Ζάκυθο και γνώριζε την τέχνη αυτείνη· κι' αφού ήρθε γυμνός εις την Ελλάδα και πλούτηναν κ' έγιναν Κιαμιλμπέηδες αυτός και οι συντρόφοι του, καθημερινώς δουλεύουν την πατρίδα μ' εφύλιους πολέμους και νέες φατρίες.) Τότε αναχώρησαν οι Αρκάδιοι οι αρχηγοί από την ομιλίαν μας. Σε ολίγον σουρουπώνοντας ακούμε έναν μεγάλον ντουφεκισμόν, να ψυχώσουνε οι εδικοί τους, απάνου-εις την ράχη το μέρος της Καρύταινας. Τότε γυρέψαμε εμείς να κλειστούμε εις τους Κωσταντίνους κ' ετοίμαζα τα σπίτια· τηράγω δια φουσέκια, γυρεύω του άγιου Φλέσια, μου δίνει ως είκοσι τεστέδες, ότι δεν έχει άλλα και προσμένει από την Καλαμάτα. Αφού μο' 'δωσε αυτά τα φουσέκια, μου παίρνει κρυφίως τ' ασκέρι και φεύγει. Εγώ είχα πάρη καμμίαν σαρανταριά ανθρώπους και ντουφεκιώμουνε με κάτι αναντίους· γυρεύω φουσέκια, δεν βρίσκω μήτε κι' ανθρώπους. Τότε με τρόπο βγήκα 'σ την ράχη, είναι ένα παλιόκαστρον, και δεν ξέραμε και τον τόπον πούθε να πάμε, ήμαστε όλοι ξένοι· και νύχτα. Τότε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης θα 'βαινε την θέλησίν του 'σ ενέργειαν· θα μας πιάναν τους ολίγους να μας κάμουν ό,τι η συνείδησή τους τους υπαγόρευε. Μέσα-εις το Σαντάνι ήταν την νύχτα κρυφίως μπασμένοι ο Πάνος Κολοκοτρώνης κι' ο Κανέλλος Ντεληγιάννης και όταν θα περάσουμε από το γιοφύρι, κ' εκεί είναι το χωριόν, να μας χτυπήσουν. Αυτό έμαθε ο Παπαφλέσιας και πήρε τους συντρόφους κ' έφυγε χωρίς-να μου ειπή τίποτας· 'λικρινής σύντροφος (-πεθαμένος δια την πατρίδα. Δεν θέλω κατηγορήση την διαγωή του· η τύχη μου και η δικαιοσύνη του Θεού με φύλαξε· ότι εγώ δούλευα δια την πατρίδα αθώα). Εκεί-οπού βήκαμε εις το παλιόκαστρο με τους ολίγους, κι' ως ξένοι δεν ξέραμε πούθε να κάμωμε, και θα κατανταίναμε εις το Σαντάνι εις τα χέρια των αναντίων μας, τότε εκεί-οπού συλλογιώμαστε να κινηθούμε, έρχεται ένας άνθρωπος μ' έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη και μου 'γραφε μυστικώς ότι ήρθαν δια νυχτός εκεί και οι φίλοι φοβερίζουν χωρίς άλλο εμένα και να πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αυτόν τον άνθρωπον και εις τον δρόμον ηύρα κ' έναν ντόπιον από το Σαντάνι, τον δένω καλά να-μη μου φύγη, κι' όλο μέσα το ποτάμι, ότι τ' άλλα τα μέρη τα 'πιασαν οι αναντίοι, βήκαμε εις το Μελιγαλά. Εκεί μας πλάκωσε ο Μητροπέτροβας, μας ντουφέκισε· τον πήραμε με τα μαχαίρια καμπόσο κυνηγώντας. Έπιασα με τρόπον τους σημαντικούς του χωριού και τους έδεσα κ' εκείνους, πήρα τους λαβωμένους οπού 'χα εις τις κούλιες του Μελιγαλά, έστειλα έναν χωργιάτη και είπε του Μητροπέτροβα, αν έβγουν και μας ντουφεκίσουνε, θα τους κόψω όλους τους δεμένους. Τότε δεν μας πείραξαν· κι' οληνύχτα πήγαμε εις την Σκάλα το χωριόν. Ήταν ο άγιος Φλέσιας εκεί και οι συντρόφοι· τους είπα όσα τους τύχαιναν· και δια νυχτός αναχωρήσαμε από-'κεί, από τα Σαμπάσικα μέσα των βουνών τον δρόμον, και πέσαμε εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς. Εκεί άφησα τους ανθρώπους μου· ήταν ο Βάσιος εκεί. Θέλησε να τους πολεμήση ο Πάνος ο Κολοκοτρώνης και τον σκότωσαν. Αυτό είναι το αίμα οπού χύθηκε Κολοκοτρωναίικον δια την λευτεριά της Ελλάδος. Αφού άφησα το σώμα μου εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς, πήγα εις Ανάπλι τους λαβωμένους και είπα τα τρέχοντα κι' ότι το μέρος της Κυβέρνησης αδυνάτισε και τ' αναντίον αξάνει. Είχαν στείλη εις Αθήνα, όταν έμαθαν ότι σηκώθη η περισσότερη Πελοπόννησο αναντίον της Κυβέρνησης, είχαν στείλη τον Αδάμη Δούκα να φέρη εις την Πελοπόννησον τον Γκούρα και Καρατάσιον μ' όλους τους καπεταναίους. Σαν δεν έκαμε τίποτας ο Δούκας (δεν ήθελε να 'μπη ο Γκούρας· το είχε γυρίση με τους αναντίους· δεν κόταγε να κάμη και κίνημα εξ-αιτίας των Καρατασσαίων οπού 'ταν εις την Αθήνα· κ' εμείς αγροικιώμαστε με τον Καρατάσιον και Γάτζο κατά τον όρκον οπού 'χαμεν εις τη Νύδρα, όταν ήμαστε εκεί), με προστάζει η Κυβέρνηση να πάγω εις Αθήνα να μπάσω τ' ασκέρια μέσα του Καρατάσσου και Γκούρα· εγώ δεν θέλησα. Ήμουν 'γγισμένος εξ-αιτίας του Παπαφλέσια, εις την απάτη οπού μο' 'καμε και μου πήρε τους ανθρώπους εις τους Κωσταντίνους· και κιντύνεψα να χαθώ και να ντροπιαστώ· και μ' άφησε και χωρίς πολεμοφόδια· κι' αυτά ήταν δολερά κινήματα 'σ εμένα. Με περικάλεσε πολύ η Κυβέρνηση -ήξερε ότ' είμαι φιλιωμένος με του Καρατασσαίους -και " μο' 'δωσε και χρήματα να μ' ελκύση. Τους είπα· "Θα πάγω, αλλά θέλω να σας " αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι πραματευτής να κάνω πραμάτεια την πατρίδα μου δια χρήματα· δεν έχω κρέας δια το μακελλειόν. Δια την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, δια 'κείνο πεθαίνω, όχι δια άλλο. Και οι Γύφτοι να 'χουν την Κυβέρνησιν, εγώ θα υποτάζωμαι. Χρήματα μάτα μου στείλετε κι' όταν ήμουν με τον Κολοκοτρώνη, δεν τα δέχτηκα· όμως παραπονιώμαι " ότι εγώ δουλεύω 'λικρινώς κι' άλλοι μ' επιβουλεύονται". Με περικάλεσαν " πολύ. Έλαβα την διαταγή και κίνησα δι' Αθήνα τις 16 Νοεβρίου 1824. ..."

Σχόλια

  1. Χαίρετε. Εξαιρετικό το πόνημά σας.
    Μήπως μπορείτε να προσδιορίσετε που βρίσκεται το Λιάτανι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Από το γεγονός ότι το Λιάτανι δεν αναφέρεται σε κανένα κατάλογο χωριών ή οικισμών της Τριφυλίας της εποχής εκείνης, πιθανολογώ ότι πρόκειται μάλλον για όνομα τοποθεσίας, τοπωνύμιο δηλαδή. Το όνομα είναι Αρβανίτικο, από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι βρισκόταν στην περιοχή της ορεινής Τριφυλίας που κατοικούταν από Αρβανίτες, ή λίγο δυτικότερα, αφού ο Μακρυγιάννης το τοποθετεί πλησίον της Αρκαδιάς. Το ότι πρόκειται μάλλον για τοπωνύμιο φαίνεται κι από τη φράση: " Εκεί πλησίον είναι και η Αρκαδιά και τα χωριά της κ' εκεί συνάζονται".
    Το έψαξα αρκετά και θα το ξαναψάξω. Ελπίζω να βρω κάτι πιο συγκεκριμένο και να σας βοηθήσω.
    Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία.
    Κατάγομαι από τον Άγιο Θωμά Θηβών και το παλαιό όνομα του χωριού ήταν Λιάτανη(ι). Έχουμε κάποιες εκδοχές για την προέλευση http://agiosthomas.50webs.com/history.htm, αλλά ερευνούμε το ενδεχόμενο να προήλθε από το μαντάνι(νεροτριβή). Υπάρχει στη περιοχή εκεί κάτω καμία νεροτριβή, όπου να δικαιολογεί αυτόν τον συλλογισμό;
    Ευχαριστώ και πάλι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη