Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί
Αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής μας ιστορίας είναι και οι ιδιωματισμοί της γλώσσας, που χρωμάτιζαν την ομιλία των κατοίκων της Μερόπης και την έκαναν πιο χυμώδη, πιο εκφραστική και πιο αυθόρμητη, και που θ' αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο μερικές λέξεις από αυτές. Όσον αφορά την προφορά της γλώσσας, θα πρέπει να πούμε ότι αυτή είναι από τις πλέον ορθές στην Ελλάδα, με πολύ μικρές ιδιομορφίες. Προφέρεται αρκετά παχύ το νι και το λι, καθώς και το σι. Ακόμα προστίθεται μερικές φορές και γίνεται έντονα αντιληπτό, ανάμεσα σε δύο σύμφωνα ένα ι, π.χ. σταθιμός, καπινός και ακόμα σε διάφορους ρηματικούς τύπους αντικαθίσταται τι ε με ου π.χ. Τι κάνουτε; Πότε θα ρθούτε; Θα φύγουτε; Πηγαίνουτε στο σπίτι; Επίσης πολύ συχνά στην καθομιλουμένη επαναλαμβάνεται η λέξη χάμω, χάμου.
Αγκωνή=άκρη καρβελιού
|
κειώνω=τελειώνω
|
σκιάχτηκα = τρόμαξα
|
αγροικάω = ακούω
|
κιούπι=πήλινο λαγήνι
|
σκουράντζος= ρεγγα
|
αδειάζω= ευκαιρώ
|
κουτσούνα= κούκλα
|
σουβή=συμφορά
|
ακουμπέτι= παρά ταύτα
|
κουτρούλι= σωρός από χώμα
|
σουράω= σφυρίζω
|
αλάργα= μακριά
|
κοφίνι=καλάθι
|
σταθιμός= σταθμός
|
αλλαξιά= σύνολο ένδυσης
|
λακάω=τρέχω
|
τάσι= σταχτοδοχείο
|
αμπολάω= αφήνω
|
λουμώνω=λουφάζω
|
τέντα= ανοιχτά
|
απαυτώνω= συνουσιάζομαι
|
μαθές= λοιπόν
|
τηράου=βλέπω
|
απίδι= αχλάδι
|
μάπα= λάχανο
|
τράβα=καδρόνι στέγης
|
αποσταίνω= κουράζομαι
|
ματσούκι=κοντόχοντρο ραβδί
|
τσότρα=δοχείο κρασιού
|
αποσπερού= απόψε το βράδυ
|
μούργα=χοντρό λάδι
|
τσουμπλέκια= κουζινικά είδη
|
άραχνος=κακομοίρης
|
μπάκακας=βάτραχος
|
τσουράπι= κάλσα
|
αρούκατος= άτσαλος
|
μπατανία= κουβέρτα
|
φακλάνα= κακόφημη γυναίκα
|
αχαμνό= αδύνατο
|
μπαρέζα= καφαλομάντιλο
|
φορτσέρι=μπαούλο
|
βαγένι= βαρέλι
|
μπατάκες= πατάτες
|
φουσκί=κοπριά
|
βολύμι=μολύβι
|
μπίτ-ου= καθόλου
|
χαζήρικο= έτοιμο
|
βούτα=κάδος
|
μπλεζενιά= καρπούζι
|
χαϊβάνης=βλάκας
|
γαλατσίδες=πικρό χόρτο
|
μπουχός=σκόνη
|
χαλμπάτσα= φλέμα
|
γλαριάζω= νυστάζω
|
ούλος=όλος
|
χαμπηλό= χαμηλό
|
γλέπω=βλέπω
|
παρεθύρι=παράθυρο
|
χουγιάζω= μαλώνω
|
γράνα=χαντάκι
|
πιλαλάω = τρέχω
|
χουλιάρι= κουτάλι
|
γραπώνω=πιάνω βίαια
|
πολιώρα=προηγουμένως
|
λούρτιμο= ξυλοφόρτωμα
|
δυχατέρα= θυγατέρα
|
ρουπώνω=χορταίνω
|
σταλίζω=στέκομαι άπραγος
|
διααίνω= πηγαίνω
|
σάρωμα=σκούπα
| |
ζάρα=μεγάλη στάμνα
|
σεργούνι=εξευτελισμός
|
Πολύ καλό. Τα παερισσότερα χρησιμοποιούνται σε όλη την περιοχή...
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ ωραία αναφορά. θυμήθηκα τη γιαγιά μου που χρησιμοποιούσε τις περισσότερες απο τις λέξεις που έγραψες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣάισμα: χοντρό υφαντό από τρίχες τράγου. χρησίμευε κυρίως σάν υπόστρωμα η πατάκι μποστά από το τζάκι(λόγω του ότι δέν ήταν άμεσα εύφλεκτο)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συχωρεμένη μάνα μου με καταγωγή από την ορεινή Ολυμπία, την έλεγε μπατανία!
ΔιαγραφήΑρμάρι: Ντουλάπι χωνευτό στο τείχο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑρβαλάω:Κάνω θόρυβο
Αρβάλι: Τα μεταλλικά κινητά χερούλια του καζανιού η και της μεσαίου μεγέθους κατσαρόλας(τέσσας)
Κορίττα: Το μέρος που έτρωγε και κοιμόταν το οικόσιτο χοιρινό.
Ζεμπερέκι: O κινητός μοχλός της σιδερένιας κλειδαριάς στην ξύλινη πόρτα.
Χορίδι: Ασβέστης.
Κιάφι: Θειάφι.
Σπουρίκι:Σπουργίτης.
Σβουρτσάνια: Ψαρώνια(μαύρα πουλιά που το χειμώνα πετάνε σε μεγάλους σχηματισμούς)
Τσιπουγιαννάκι : Μικρο πουλί (κοκκινολαίμης)
Πορδάλες: Μυρμήγκια που εχουν τις φωλιές τους σε κουφάλες δέντρων και τσιμπάνε.
Μελιγκόνια: Mυρμήγκια.
Σκατζουλίθρα: Αναμμένο μικρό κάρβουνο που πετιέται απο το τζάκι.
Βουτούμι: Ψηλό και σχετικά χοντρό φυτό που ευδοκιμεί στις κοίτες των ποταμών που χρησίμευε για να γεμίζουν τα υποστρώμματα στα σαμάρια των ζώων καθως και στις λαιμαριές.
Κολιτσάκια: Τα μεταλλικά άγγιστρα που χρησίμευαν για το δέσιμο των φορτίων στα σαμάρια των ζώών.
Τερίδα: Πρόχειρη ξύλινη πόρτα συνήθως την τοποθετούσαν στους κήπους η τα αγροκτήματα.
Τσιφιλιά: Πρέσσα απο ξύλο και μέταλλο που χρησίμευε στο στίψιμο του υπολοίπου των πατημένων σταφυλιών.
Κορκοφίνη: Το πρώτο γάλα (παχύρευστο) αμέσως μετά την γέννα του ζώου.
Αστράχα: To σημείο που συναντίεται η κεραμοσκεπή με τον κάθετο τοίχο.
Πούργια: Πολύ μεγάλα καλαμωτά κοφίνια που χρησίμευαν κυρίως για την μεταφορά της συγκομιδής των σύκων καθώς και των σταφυλιών απο τον τρύγο.
Λινός: Η χτισμένη υπέργεια δεξαμενή που πατούσαν τα σταφύλια.
Κούρνια: To κοτέτσι.
Τέμπλα: Μακρύ ίσιο ξύλο που χρησίμευε στο μάζεμα της ελιάς.
Λατζα: Μακρύς κορμός ξύλου (κυρίως κυπαρίσσι) που χρησίμευε σαν μοχλός με αντίβαρο για το πότισμα των κήπων απο πηγάδι.
Κεψές: Το μεταλλικό τρυπητό που έβγαζαν τις τηγανιτές πατάτες απο το λάδι.
Λεβέτι: Το καζάνι για το πλύσιμο.
Κιρκιδόκια: Οι τρίχες κοντά στο κρόταφο.(Η απειλή του δάσκαλου στο μαθητή,''θα σου βγάλω τα κιρκιδόκια'')
Τέσσα: Μεσαίου μεγέθους μαγειρικό σκεύος με ένα μεγάλο κινητό χερούλι(αρβάλι) με καπάκι.
Μαχιάς: Η κορυφή που ενώνονται τα κεραμίδια.
Βραγιά: Η αυλακωτή σειρά στο κήπο.
Μπελαρίνα: Συνήθως μαύρο πλεκτό που φορούσαν οι ηλικιωμένες στους ώμους τους.
Λιοκόκι: Ο πυρήνας της ελιάς μετά την επεξεργασία του ελαιοτριβείου.
Σβουνιά: H κοπριά της αγελάδας( χρησίμευε στο άλειμα των αλωνιών της σταφίδας καθώς και για προσάναμμα)
Λιμπί: Η χτιστή δεξαμενή δίπλα απο το πηγάδι που χρησίμευε κυρίως για το πλύσιμο των ρούχων.
Συγχαρητήρια για ότι ιστορικό, θαυμαστό και αξιόλογο έχεις επιμεληθεί.(Σε ευχαριστώ για την τιμή να φωτογραφίσεις το πατρικό μου).
Με εκτίμηση,
Αντώνης Αντωνόπουλος.
Μπράβο για την προσπάθειά σας...τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου Μερόπης καταγράφουν παλιές λέξεις του τόπου μας...Έχουμε φτάσει τις 1200 και συνεχίζουμε προς έκδοση λεξικού
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα θερμά μου συγχαρητήρια για το έργο σας!
Με εκτίμηση
Έφη Νικολακοπούλου
καλα ειναι η ορθογραφια να ειναι σωστη διοτι δινει την δυνατητα στον μη γνωστη της διαλεκτου να υποψιαστει την σημασια π.χ ληνος αρχ ληνος χορηδι η χορηγι αρχ χορηγεια
ΑπάντησηΔιαγραφή