Γαστρονομικά ήθη και έθιμα της Μερόπης


Εδώ θα αναφέρουμε έθιμα σχετικά με τα φαγητά μας από τρεις απόψεις. Α) από απόψεως διαιτολογίου (λιχουδιές ή γαστρονομικές προτιμήσεις), β) από απόψεως καθαρά εθίμων, για όσα φαγητά ήταν δεμένα με γιορτές η με ασχολίες των κατοίκων και γ) παρασκευής.

1. Και πρώτα πρώτα το ψωμί. Καθώς ξέρουν όλοι, παλιά, οι χωρικοί έτρωγαν ψωμί σπιτίσιο, που το ζύμωναν και το έψηναν οι γυναίκες του σπιτιού: οι μανάδες, οι κυράδες, οι μεγάλες αδερφές. Το ζύμωμα γινόταν περίπου κάθε βδομάδα η κάθε δέκα το πολύ μέρες, γιατί δεν κρατούσε περισσότερο (μούχλιαζε). Η νοικοκυρά καταπιανόταν αποβραδίς με το προζύμι και πρωί πρωί με το χάραμα σηκωνόταν για το ζύμωμα. Ετοιμαζόταν το ζυμάρι και πριν το κόψει και το βάλει στις πινακωτές για το φούσκωμα, έκοβε ένα μεγάλο κομμάτι για τα τηγανόψωμα. Τα τηγανόψωμα γινόντουσαν για δυό λόγους. Α) για το πρόφτασμα των παιδιών, όταν δεν υπήρχε καθόλου ψωμί στο σπίτι και Β) για την ικανοποίηση κάποιου εθίμου. Είχε μια ιδιαίτερη νοστιμιά, αφού γινόταν στο τηγάνι ξεροψημμένο και ροδοκόκκινο. Περιττό να πούμε ότι γινόταν πόλεμος σωστός ανάμεσα στα παιδιά για το ποιος θα φάει τα πιο πολλά τηγανόψωμα. Μετά η νοικοκυρά ετοίμαζε το φούρνο (είχε το κάθε σπίτι) και, ώσπου να γίνει στις πινακωτές το ψωμί, τον έκαιγε, τον πανιάριζε και έριχνε με ένα μεγάλο ξύλινο φτιάρι τα ψωμιά, το ένα κοντά στο άλλο μέσα στο φούρνο. Εκτός από τα ψωμιά, τα μεγάλα στρογγυλά καρβέλια, οι νοικοκυρές έφτιαχναν και τα κουλούρια των παιδιών που ψηνόντουσαν γρήγορα ή την μεγάλη κουλούρα του σπιτιού. Όταν τελείωνε το ψήσιμο των ψωμιών η νοικοκυρά τα έβγαζε ένα ένα, τα λούρωνε, και τα πήγαινε στη σοφίτα ή άλλο σημείο του σπιτιού. Συνήθως υπήρχε ένα μεγάλο ράφι ψηλά στο υπόγειο η στο "καθιστικό" που ήταν η γωνιά με το τζάκι ή τα έβαζε πάνω σε μια τάβλα που ήταν κρεμασμένη με δύο σχοινιά στις άκρες τους από το ταβάνι του υπογείου. Εκεί στην τάβλα ήταν φυλαγμένα τα ψωμιά από τις κότες που έμπαιναν συνήθως στο ισόγειο "καθιστικό", ή και το σκύλο ή και το γουρούνι του σπιτιού που συχνά κυκλοφορούσε ελεύθερο στην αυλή, ή από τα ποντίκια και προ παντός από... ... .., τα παιδιά!

2) Λαλαγγίτες ή κουταλίδες. Άλλη ψωμίσια λιχουδιά που γινόταν από αλεύρι πολυτελείας. Μέσα στο τσουκάλι ή στο τέντζερη διαλυόταν το αλεύρι με νερό, με λίγη σόδα και λεμόνι, ώσπου να γίνει χυλός. Το τηγάνι γέμιζε με λάδι κι έμπαινε επάνω στη φωτιά (πυροστιά με ξύλα) και όταν άρχιζε να "στηρίζει", η νοικοκυρά άδειαζε προσεχτικά στο τηγάνι μια μια κουταλιά χυλό, που στήριζε τότε πιο πολύ. Γύρω γύρω τα παιδιά, με ανέκφραστη χαρά και ακράτητη λαιμαργία, περίμεναν να βγουν οι πρώτες κουταλίδες. Η νοικοκυρά, μάνα ή αδελφή, έβγαζε σιγά σιγά την πρώτη τηγανιά και την έβαζε στο πιάτο ή στην πιατέλα. Τα παιδιά δεν κρατιόντουσαν, έπρεπε να αρπάξουν ένα τεμάχιο, αλλά η μάνα τα εμπόδιζε και, αν δεν άκουγαν, έδινε με το κουτάλι και καμία στο χέρι που απλωνόταν. Η μάνα ήθελε να τελειώσουν όλες οι κουταλίδες και μετά να καθίσουν όλοι μαζί στο τραπέζι σαν "άνθρωποι". Όταν τελείωναν όλες οι τηγανιές, τότε στρώνονταν όλοι στο χαμηλό τραπέζι και με μπόλικη ζάχαρη ή πετιμέζι περνούσαν όμορφα και αξέχαστα!
Οι κουταλίδες γινόντουσαν το χειμώνα κυρίως, αλλά απαραίτητα όταν ερχόταν το καινούριο λάδι από το λιοτρίβι (καινούρια σοδειά), για να ευχηθούν "και του χρόνου".

3) Καψαλιστό ψωμί ή καψάλα. Τα βράδια του χειμώνα, όταν δεν έφτανε το βραδινό φαγητό ή για άλλους λόγους, κόβανε μια - δυό - τρεις μεγάλες φέτες ψωμί από το καρβέλι (μεγάλο καρβέλι και στη μεγάλη του περιφέρεια) και τις έστηναν όρθιες μπροστά στην ανθρακιά. Όταν καψαλίζοταν από το ένα μέρος τις γυρνούσαν και από το άλλο. Και όταν τελείωνε και από κει το καψάλισμα, τις έπαιρναν, τις τίναζαν να φύγουν οι στάχτες, τις έξυναν με το μαχαίρι να φύγουν τα καρβουνιασμένα σημεία και τις έβαζαν μέσα σ'ένα πιάτο. Εκεί τις έριχναν μπόλικο λάδι να ποτισθούν καλά και έπειτα τις έτρωγαν. Αξίζει να αναφέρουμε τις "καψάλες" που έτρωγαν οι εργάτες στα λιοτρίβια. Τότε, ο νοικοκύρης που έβγαζε λάδι πήγαινε στους εργάτες ψωμί, τσότρα κρασί, φαγητό, σύκα κλπ. Επειδή οι εργάτες δε χόρταιναν, ή για το κολατσιό, έκοβαν μεγάλες φετάρες από το καρβέλι της νοικοκυράς, τις έκαναν καψάλες και τις βουτούσαν μέσα στη γεμάτη από λάδι σκάφη του λιοτριβιού, τις πότιζαν καλά καλά και τις καταβρόχθιζαν.

4) Ο βακαλάος τηγανητός με μπόλικη σάλτσα - ντομάτα. Το φαγητό αυτό τρωγόταν και τρώγεται το καλοκαίρι και είναι πεντανόστιμο με το μπόλικο και εκλεκτό Μεσσηνιακό λάδι.

5) Οι πατάτες ή μπατάκες τηγανητές ολοστρόγγυλες
, φέτες σαν το φεγγάρι, που δεν χόρταιναν τα παιδιά και τις άρπαζαν σχεδόν μέσα από το τηγάνι. Πόλεμος σωστός γινόταν την ώρα που τηγάνιζε η μάνα, το ένα παιδί άρπαζε από δω και τ'άλλο από κει. Και η μάνα σαν έβλεπε ότι δεν γινόταν προκοπή (δεν έμεναν τηγανισμένες πατάτες στην πιατέλα), τα έδιωχνε μακριά από τη φωτιά και τα κλείδωνε έξω, για να μείνει καμία πατάτα για το τραπέζι.

6) Τα φασούλια τα μαυρομάτικα ζουπιστά. Ήταν κυρίως χειμωνιάτικο φαγητό, φτηνό, χορταστικό και θρεπτικό. Γινόντουσαν βραστά και όταν ετοιμαζόντουσαν, τα "ζούπαγαν" με την κουτάλα για να σπάσουν και να γίνουν σχεδόν φάβα.Τότε έριχναν ψιλοκομμένο κρεμμύδι, αλάτι και μπόλικο λάδι. Ήταν καλό και νόστιμο φαγητό. Τα φασόλια τα μαυρομάτικα τα έτρωγαν και βραστά και "αζούπητα". Τα σέρβιραν στο πιάτο με λίγο ζουμάκι, έριχναν αλάτι, ξύδι και μπόλικο λάδι και τα έτρωγαν σαν στραγάλια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη