Η νυχτερινή ζωή στη Μερόπη


Εξ αρχής να διευκρινίσουμε πως όταν λέμε Μεροπαίικη "νυχτερινή ζωή", αφενός αναφερόμαστε στην προπολεμική περίοδο και αφετέρου εννοούμε δυο κυρίως πράγματα: την ταβερνιάρικη και καφενειακή νυχτερινή ζωή.

Η ταβερνιάρικη άρχιζε με το σούρουπο και κρατούσε ως τις δέκα η ώρα το πολύ. Τα τηγάνια έδιναν και έπαιρναν με τις συκωταριές και τα κεφτεδάκια. Κάποτε – κάποτε έπεφτε και καμιά σαρδέλα ή μαρίδα που τις έφερνε ο επαγγελματίας ψαράς Μπάλιος από το Ζευγολατιό. Οι καπνοί και η αντάρα έδιναν κι έπαιρναν μέσα σ’ αυτές τις ταβέρνες, που πρέπει να πούμε ότι δεν είχαν καμιά σχέση με τις σημερινές. Ήταν περισσότερο κρασοταβέρνες ή σωστότερα μπεκροταβέρνες, γι’ αυτό και δεν πήγαιναν οι «καλοί άνθρωποι» του καιρού εκείνου.
Στις ταβέρνες αυτές μαζεύονταν συνήθως και ξένοι από άλλα χωριά. Και κάποτε – κάποτε άναβε και το τραγούδι. Επίσης, κάποτε – κάποτε, άναβε και κανένα καβγαδάκι μεταξύ ανδρογύνων, όταν έρχονταν η νοικοκυρά να μαζέψει τον «απρόκοφτό» της που μπεκρόπινε.
Τέτοιες ταβέρνες στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής κατοχής ήταν:
Του Χρήστου Κατσιμπάρου, του Βασίλη Νιάρχου (του οποίου η ταβέρνα υπήρχε πίσω από το μπακάλικο που επίσης διατηρούσε), του Σταύρου Αγγελόπουλου, του Τσετσέκου και του Χριστίδα Θεοχάρη.

Ένα «νυχτερινό στέκι» της προπολεμικής εποχής που χαρακτήριζε ιδιαίτερα τη νυχτερινή ζωή του χωριού, ήταν η χαρτοπαικτική λέσχη του Γιώργη Φερέτου. Ήταν από τις πιο διάσημες της εποχής και είχε θαμώνες απ’ όλο σχεδόν το νομό. Βρισκόταν ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται το ποδηλατάδικο του «Μηνά». Η λέσχη αυτή έπαψε τη λειτουργία της όταν κατά την περίοδο της κατοχής την έκαψαν οι Γερμανοί.

Η καφενειακή νυχτερινή ζωή της Μερόπης χαρακτηριζόταν από το γεγονός ότι τα καφενεία ήταν πολλά σχετικώς, ήταν γεμάτα πελάτες και αργούσαν να κλείσουν. Την ώρα που σε όλα τα γύρω χωριά ο κόσμος κοιμόταν, η Μερόπη ξενυχτούσε. Τα πιο πολλά καφενεία έμεναν ανοιχτά ως τις 12 τη νύχτα. Αν ήταν χειμώνας σε άλλα έπαιζαν χαρτιά και τάβλια (χωρίς να λείπει το ιδιαίτερο δωμάτιο με το χαρτοπαίγνιο) και σε άλλα μιλούσαν. Και όταν το καφενείο έκλεινε, ήταν αρκετοί που είχαν τη διάθεση να κάνουν και μια – δυο βόλτες πέρα – δώθε στο δρόμο κουβεντιάζοντας.

Το καλοκαίρι τα πράγματα ήταν πιο ζωηρά και χαρούμενα. Κατ’ αρχήν όλοι σχεδόν οι Μεροπαίοι έβγαιναν μετά το βραδινό φαγητό έξω για να περάσουν δυο - τρεις ώρες στο καφενείο. Όλα τα καφενεία είχαν τραπέζια έξω, ως κάτω στο δρόμο μπροστά από το χώρο τους. Τα παλιά χρόνια άναβαν και κρεμούσαν «ασετιλίνες» και τα τελευταία, πριν ηλεκτροφωτιστεί η κωμόπολη, κρεμούσαν και άναβαν τα εκτυφλωτικά «λουξ». Σε όλα τα καφενεία έβραζε η «πρέφα», το «σκαμπίλι», το «πικέτο», τα «τάβλια» κλπ. Σε ορισμένα καφενεία κουβέντιαζαν μόνο (εκεί σύχναζαν πιο πολύ οι μεγάλοι) και σε ορισμένα λαλούσαν και βογκούσαν τα γραμμόφωνα της εποχής με τα μακριά χωνιά και τα βαριά ρεμπέτικα τραγούδια του καιρού εκείνου (εκεί σύχναζαν πιο πολύ οι νέοι).

Ήταν αληθινά όμορφα και ευχάριστα να διασχίζει κανείς το κεντρικό δρόμο της Μερόπης φωτισμένο με τα «λουξ» των καφενείων γεμάτα κόσμο. Και ενώ έρχόνταν μεσάνυχτα, πολλοί δεν εννοούσαν να φύγουν. Οι καφετζήδες πολλές φορές έσβηναν τα «λουξ» και έκλειναν το καφενείο. Παρά ταύτα, όταν μάλιστα είχε φεγγαράδα, πολλοί νέοι κάθονταν στα τραπέζια και κουβέντιαζαν ή τραγουδούσαν καντάδες, ρεμπέτικα και αμανέδες ακόμα, με βαθιούς αναστεναγμούς, που τους έκανε ακόμα πιο λυπητερούς της νύχτας η σιγαλιά.

Όμως και οι μεγάλοι δεν πήγαιναν πίσω σε ξενύχτι, αλλά εκείνοι κουβεντιάζοντας. Τα καφενεία έκλειναν, και αυτοί δεν εννοούσαν να πάνε σπίτια τους. Περπατούσαν πέρα – δώθε και έλεγαν – έλεγαν – έλεγαν, κάνοντας κάθε πέντε μέτρα στάση. Πολλές φορές κάποιες παρέες, από το καφενείο του Μητσιάκου έκαναν να φτάσουν στον Αϊ Δημήτρη που θα χώριζαν, μισή ώρα και περισσότερο. Το ίδιο κι άλλες παρέες που ξεκινούσαν από το καφενείο του Κώστα Νιάρχου προς τα σπίτια τους. Και η ώρα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα.
Και δεν ήταν μόνο αυτές οι παρέες.

Ήταν κι άλλες, πιο μικρές και με νεώτερους ανθρώπους σε διάφορα σημεία του χωριού. Εκείνο που θέλουμε να βεβαιώσουμε, είναι ότι η Μερόπη ήταν ζωντανή και τη νύχτα. Είχε ένα είδος, νυχτερινής ζωής, για τα μέτρα της και τα χρόνια της.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη