ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ


Το γεγονός του θανάτου αλλά και τα τελετουργικά έθιμα που τον συνοδεύουν, όταν χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν προβλήματα κοσμοθεωρητικού και βιοθεωρητικού χαρακτήρα, μπορεί να γίνει το μέσον για να ερευνηθεί η ιδεολογία ή να γίνει το τυπολογικό κριτήριο για τον προσδιορισμό ενός πολιτισμικού συστήματος.

Ο θάνατος κατέχει εξέχουσα θέση στην γενικότερη νεοελληνική φαντασία και μάλιστα στην σημαντικότερη εκδήλωσή του: την σκέψη του δημοτικού ποιητή.

Στο μοιρολόγι δεν υπάρχει θεωρία θανάτου και μέλλουσας ζωής, δεν υπάρχει μια μεταφυσική που να δικαιώνει το θάνατο και να υπόσχεται μια μετά θάνατον ζωή. Ο Ελληνικός λαός είναι πιστός σε μια παράδοση που ανάγεται στην Ομηρική ποίηση, όπου η εικόνα του κάτω κόσμου απηχεί την αρχαία Ελληνική μυθολογία για τον Άδη. Η εικόνα αυτή δεν μπόρεσε να εξαλειφθεί από τη συνείδηση του λαού δύο χιλιετίες χριστιανικής ζωής, παρά την σφοδρή καταδίκη της από την Εκκλησία.

Στη Μεσσηνία, όπως και στη Μάνη, επικρατεί ολόκληρη εθιμοτυπία για τα μοιρολόγια. Όταν πεθάνει κάποιος οι γυναίκες του χωριού πηγαίνουν στο «κάθισμα», κάθονται γύρω-γύρω από το νεκρό και αρχίζουν ένα διάλογο με μοιρολόγια.
Οι γυναίκες μοιρολογούν το νεκρό ιεραρχικά, που, όταν πρόκειται για άνδρα, ξεκινά από τη μάνα και συνεχίζεται από την αδελφή, την κόρη και, τέλος, καταλήγει στη γυναίκα του. Αποτελεί τιμή για την οικογένεια του νεκρού να μοιρολογηθεί από άτομο εκτός της οικογένειας.
Τη γυναίκα που λέει ένα μοιρολόι δεν πρέπει να τη διακόψει κανένας και αυτή που θέλει να συνεχίσει ζητά την άδειά της. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία και αλλάζει μ' ένα σπασμωδικό κλάμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της ακολουθίας. Γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο, όπου ενώνεται με τις φωνές των συγγενών του νεκρού, και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο.
Οι μοιρολογήτρες, μερικές από τις οποίες κάνουν μεγάλα ταξίδια για να θρηνήσουν ένα μακρινό συγγενή τους ή κάποτε και ανθρώπους που δε συνάντησαν ποτέ, αυτοσχεδιάζουν βασικά τα μοιρολόγια τους δίπλα στο νεκρό, με βάση ορισμένες τυπικές φράσεις που επαναλαμβάνονται σταθερά.

Στη Μεσσηνία το μοιρολόι, εκτός από το γεγονός του θανάτου, έχει θέση και σε κάθε άλλο γεγονός που προκαλεί ψυχικό πόνο και μεγάλη στεναχώρια.

Από αυτή την ιδιαιτερότητα θα ξεκινήσουμε την παρουσίαση ενός μικρού - ενδεικτικού ανθολογίου Μεσσηνιακών μοιρολογιών.

Κλαίνε τα μάβρα τα βουνά και χύνουν μάβρα δάκρια!
Χλίβεται και η φτωχολογιά στον κάμπο της Μεσσένιας.
Τραγούδι κάνει καν το ειπεί και μοιρολίοϊ βγαίνει:
-Τι ν το κακό που που γίνικε το φετεινόν το χρόνο
Πόπεσε πάγος κ’ έκαψε αμπέλια και σταφίδες;
Μαβρίσανε τα κλήματα, σαν καψαλιά γινήκαν.
Έτσι αραχλιάσαν και οι καρδιές, σα να τις πήρε η φούγα,
Γιατί ψωμί δε θάχουνε να βγάλουνε το χρόνο!
Και θα λιμάξουν για φαί τα γόνατα θα τρέμουν.
Κι από την πείνα την πολλή κι απ’ την απελπισιά τους
Θα παν στο φούρνο για ψωμί, στο μαγαζί γι’ αλέβρι:
-Φούρνιαρη, φίλε μπιστικέ, και κοσμαγαπημένε,
Ένα ψωμάκι δόσε μου να φάνε τα παιδιά μου!
-Εδώ δεν είν’ για τις ψυχές, κουμούτσια να μοιράζουν
Ζυγιάζουνε με την οκά, πουλάνε με το δράμι!...
Παίρνει και πάει στο μαγαζί, όμοια τον αποπαίρνουν
Την πίστωση του κόψανε, ζητάν κι όσα τους θέλει!
Και πάει στο σπίτι κλαίγοντα, κρατώντα το κεφάλι
Ψωμί γυρέβουν τα μικρά, δεν έχει να τους δώσει!

Τρίτη Τετράδη κρυαδερή, πέφτει φαρμακωμένη
Παρασκευή με το χιονιά, Σάββατο με το κρύο
Κι έπεσε πάγος κι έκαψε αμπέλια και σταφίδες!
Δεν καίει σταφίδες μοναχά, φουγιάζει και καρδούλες
τι που θα βρούν να φαν ψωμί, προσφάϊ με τι θα πάρουν;
Κλαίνε οι τρανοί, κλαίνε οι μικροί, κλαίνε τα παλληκάρια
και τα μικρούλια τα παιδιά τρέμουν από την πείνα!
Τα γλέπει η μάνα και πονεί, πατέρας και σπαράζει,
αφήνουν το καμάρι τους, διώχνουν την περηφάνεια
και με τα χέρια σταυρωτά σ’ αρχόντου σπίτι τρέχουν
στην άκρη στέκουν της αβλής και σα ζητιάνοι λένε:
-Σεις αρχόντοι πόχετε γιομάτα τα κεμέρια
Δόστε και μας να ζήσουμε κι ότι έχουμε δικά σας!
Κι ακούνε μια σκληρή φωνή, φαρμάκι γιομισμένη.
-Απ την αβλή να φύγετε, λερώσατε τις πλάκες
κ’ εμείς λεφτά δεν δίνουμε να κάνετ, ασωτείες!
-Δεν θέλουμε για φορεσιές, να ζήσουν τα παιδιά μας!
Κανείς δεν τους σπλανίζεται, ο χάρος τους λυπάται!

Ένα ιστορικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μοιρολόι:
Το παρακάτω μοιρολόγι δημοσιεύτηκε στην Μεσσηνιακή εφημερίδα «Φως» την 5η Ιουνίου 1905. Αυτό, το απήγγειλε μοιρολογούσα η αδελφή του δολοφόνου του Πρωθυπουργού Θ. Δεληγιάννη κατά την κηδεία του δολοφονηθέντος. Εκεί αφού έκλαψε αρκετά μαζί με άλλους, με συγκινητικό μοιρολόγι, ανέλυσε το κακούργημα του αδελφού της ωρυόμενη και μαλλιοτραβούμενη.

Βρε διάβολε και Σατανά
Απόνταν εγεννήθηκες κάνα καλό δεν έκανες
Τρέχ’ από δω, τρέχ’ από κει
στο διάβολο και στην οργή
Δεν έπαιρνες μια τριχιά
Να δέσης στο λαιμούλι σου
Ω και να πάης να πνιγής παρά ετούτο πούκαμες
και σκότωσες το βασιλιά
Το βασιλέα του ντουνιά.
Η μοίρα ζου ζε μοίρανε
Κάνα καλό να μην ιδής.
Τώρα στα τελευταία ο διάβολος σε συγκολλήθη
να κάνης το πολύ κακό
και να σκλαβώσης το λαό.
Είναι ντροπή και συφορά
που κάθουμαι και μελετώ
τον πομπεμένο, το λωβό
που έπιασε και σκότωσε
ένα πανώριο πρόσωπο.
Τώρα θα ιδού από δανά
που θέλουν να σε κόψουσι.
Με το βασιλικό σπαθί.
να δικηωθή ο βασιλιάς
όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη συλλογή του Γιάννη Αναπλιώτη «ΑΡΧΕΙΟΝ» Καλαμάτας

Οι ορδές τους αιμοσταγούς Ιμπραήμ Πασά πέρασαν και από την Άνω Μεσσηνία. Άφησε τα ίχνη της καταστροφής στην περιοχή και ιδιαίτερα στη Μονή Βουλκάνου. Οι καλόγεροι αντιστάθηκαν και εκατοντάδες ήρωες από τις γύρω περιοχές πρότειναν τα στήθη τους στους βάρβαρους επιδρομείς. Οι λεηλασίες των Τούρκων, αλλά και οι απώλειες του έμψυχου δυναμικού, ήταν μεγάλες.
Το κατωτέρω ποίημα- τραγούδι- μοιρολόγι μαρτυράει για του λόγου το αληθές:

Λύπη που το ‘χουν τα βουνά
λύπη που το ‘χουν κι οι κάμποι
κι ένα ψηλό πολύ ψηλό
βουνό σαν το Βουλκάνο
κι εκείνο λύπη το κρατά
και λύπη το βασταίνει.

Π΄χει τους κλέφτες τους πολλούς, τους Κολοκοτρωναίους
ολημερίς τα πίνανε
ψηλά στο Μοναστήρι
το βράδυ βγαίναν στα βουνά
πιάναν τα καραούλια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη