23 Μάρτη 1821


Στις εικοσιτρείς του Μάρτη, το πρωί, μαυρίλα πλάκωσε την Καλαμάτα. Τα φουσάτα βουίζανε στους δρόμους της. Μορφές αδρές, με δύο σπιθαμές μουστάκι, σκονισμένες, ιδρωμένες, πεζοί, καβαλλαρέοι, χιλίων ειδών άρματα, μαχαίρια, ξινάρια και κοντάρια, μουλάρια και αραμπάδες, σύμφυρμα πολύχρωμο, π’ αναβράζει από βαθιές και αόριστες μα φοβερές λαχτάρες. Οι γυναίκες φιλεύουνε κρασί τα παλικάρια. Νταούλια και πίπιζες ακούγονται πέρα όπως στα πανηγύρια. Τα τούρκικα σπίτια κατάκλειστα. Φόβος και τρόμος. Αφού μαζώχτηκαν οι καπεταναίοι, έχουνε συμβούλιο την άλλη μέρα με τον Πετρόμπεη στη μέση, σε ένα χριστιανικό σπίτι. Ο Σουλεϊμάν στέλνει το μπουλούκμπαση Χασάν Κοκκίνη. Αυτός κάνει τάχα τον παλικαρά, μπαίνει με το συνηθισμένο τουρκικό αέρα του αφέντη και τους λέει, από μέρος του βοεβόδα:
-Ο αγάς σας χαιρετάει και ρωτάει να του πείτε τι πράματα είναι αυτούνα όπου κάνετε και τι κλεφτοδουλειές, όπου μ’ αυτές θα χάσετε το ραγιά του βασιλιά και στην αφεντιά σας ετούτα δε θα βγούνε σε καλό.
Ο Νικηταράς έβγαλε ήσυχα το μπιστόλι του από το ζωνάρι του και ετοιμαζόταν να του δώσει βροντερή απόκριση, όταν ο Κολοκοτρώνης, βρίσκοντας, πολύ σωστά, το φονικό ανάρμοστο τέτοια στιγμή, φώναξε του Τούρκου:
-Έλα κοντά μας, μπουλούκμπαση, ν’ ακούμε τι μας λες! Και για να τον φυλάξει τον κάθισε πλάι του. Ο Πετρόμπεης, τότε του αποκρίθηκε:
-Όσα βλέπετε, δεν είναι κλεφτοδουλειές . Είναι πράματα στερεά. Και δεν είναι μοναχά δικά μας. Είναι και του Θεού και των βασιλέων, ότι οι ραγιάδες υπόφεραν ως τώρα τας τυραννίας και τα βασανιστήριά σας τόσα χρόνια, για τούτο εμείς δεν είμαστε σαν εσάς τύραννοι και διώκται της ανθρωπότητος και μήτε θέλει να καταδεχθούμε να σας πειράξουμε στο ποτάμι, αλλά και σεις να μένετε στα σπίτια σας και στο πράμα σας . Και θα δίνετε δύο φλουριά ή κάθε φαμίλια το χρόνο και κρύος αγέρας να μη σας βρει. Αλλά του Αναγνωσταρά, του γέρο λύκου της κλεφτουριάς, τέτοια γλώσσα π’ ανακάτευσε βασιλιάδες κ’ έμοιαζε μαλακή, δε τ’ άρεσε καθόλου.
-Πες του αγά σου, μπουλούκμπαση, του φώναξε, πως κανένα βοηθό δεν έχουμε και ούτε θέλουμε! Το δίκιο θα το πάρουμε με το χέρι μας! Εσείς οι Τούρκοι, σκούφια δε μας αφήκατε στο κεφάλι. Δε σας υποφέρουμε, ούτε σας χωνεύουμε πια. Και ότι σας περνάει από το χέρι μη τα’ αφήσατε. Αυτά να πεις του αγά σου. Και σε τρείς ώρες να μας παραδώσετε τα άρματά σας, αλλιώς θα σας περάσουμε όλους από το σπαθί και το κρίμα θα ‘ναι δικό σας. Τότε όλοι μαζί του είπαν:
-Αυτά είναι τα τελευταία μας λόγια. Σε τρείς ώρες περιμένουμε την απόκριση του αγά.
Η απάντηση έφτασε μετά τρείς ώρες, όπως την περίμεναν. Επιτροπή με οκτώ μέλη άρχισε αμέσως να καταγράφει τα άρματά τους, μα καθώς η όρεξη έρχεται τρώγοντας, ύστερα από τα έπιπλα καταγράψαν και τα έπιπλα των τούρκων και όλα τα πράγματά τους. Σκοτωμός έγινε στη μοιρασιά, και για τα όπλα, που τα πήρανε και τα αρματωθήκανε τα παλικάρια, μα και για τα άλλα. Τους Τούρκους τους περιορίσανε σε τέσσερα σπίτια. Και στην αρχή τους είχανε και φαϊ καλό και περιποίηση. Ύστερα όμως τους μοιράσανε τη Μάνη και τα χωριά της Μεσσηνίας, όπου τους βάλανε μαχαίρι. Άτιμη και σκληρή παραβίαση της συνθήκης. Οι ξένοι τη στιγμάτισαν, οι Έλληνες πασχίσανε να τη δικαιολογήσουν. Μα αν μπορούνε, σε τέτοια έργα, να υπάρχουν ελαφρυντικά, ξένοι και δικοί μας αποσιωπήσανε το μεγαλύτερο: Αυτός δεν ήταν συνηθισμένος ο πόλεμος που άρχιζε, ήταν αγώνας δούλων από αιώνες, όλο αβεβαιότητα. Παραδίνοντας στο μαχαίρι τους υπόσπονδους, οι πιο συνειδητοί επαναστάτες, θέλανε να χωρίσουνε με αξεπέραστα ορόσημα τους ραγιάδες από το δυνάστη, να είναι αδύνατη κάθε υποχώρηση και να πολεμήσουνε με απόγνωση.
Απ’ άκρη σ΄ άκρη ο τόπος, χεροπιασμένος, μπαίνει στο μεγάλο χορό των αιμάτων με τραγούδια: «Μη μείνει Τούρκος στο Μωριά ουδέ στον κόσμο όλο!...»
Το ποτάμι δεν είχε ιδεί τόσους ανθρώπους και τόση δόξα, σαν αυτό το απόγευμα. Ο ένας πίσω από τον άλλο φτάνανε, οι αρχηγοί, πάνω στα φαριά τους. Πολλοί δεν ξέρανε κανένα από τούτους τους καπετάνιους, πούχανε από τη φύση πάρει, ολόισα, διπλώματα και διορισμούς, για να τους οδηγήσουνε σ’ άγνωστα πεπρωμένα, σ΄αγώνες που δεν μπορούσε να τους βάλει ο νους τους. Μόνον οι αρματωμένοι ξέραινε τους καπεταναίους κι αυτοί πάλι μόνο ο καθένας τον δικό του. Και φωνάζανε κάθε φορά πούφτανε καινούριος τα’ όνομά του: Να ο Κεφάλας! Να ο Μπέης! Να ο Κολοκοτρώνης! Να ο Παπατσώνης! Να ο Νικηταράς!... Καθώς εδώ τάξη δεν υπήρχε, γυναίκες, άντρες, παιδιά, γινόντανε σωροί και πίτες, τρέχοντας να ιδούνε τον καθένα.
Εντύπωση μεγαλύτερη απ’ όλους έδινε ο Πετρόμπεης της Μάνης, με τη χιονισμένη μορφή και το προκοίλι πούπεφτε μπροστά και γιόμιζε τη σέλα.Ήτανε σα χιονισμένο βουνό, ίδιος ο Ταΰγετος, απάνω στο άλογο και σα να ίσκιωσε το μέρος. Απ’ αυτόν ύστερα φάνταζε ο Κολοκοτρώνης. Όχι γιατί τον είχαν ακουστά, ούτε γιατί θα μπορούσανε ποτέ να μαντέψουνε τον ρόλο που θα έπαιζε στον αγώνα. Μα τους είχε ξαφνιάσει πολύ το ντύσιμό του. Η περικεφαλαία του που άστραφτε στον ήλιο, το τρίχινο λοφίο της, που κυμάτιζε πίσω,κι οι φλογάτες σπαλέτες της εγγλέζικης στολής του. Ο Παπαφλέσσας κλαίει και γελάει την ίδια ώρα, σα νάχει τρελαθεί. Άμα η τελετή τελειώνει πηδάει πάνω στο τραπέζι: -Έλληνες! Φωνάζει: Ποτέ μη ξεχνάτε το χρέος προς το Θεό και τη πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας ξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε! Ντουφεκιές, μπαταριές, ζήτω, βουή, του αποκρίνονται από το πλήθος. Κλαίγοντας φιλιούνται κάτω, άγνωστος τον άγνωστο, γυναίκες, άντρες, γέροι πηδάνε σαν παιδιά, κι απάνω από τον αφάνταστο πάταγο, τα χέρια του Παπά πυρπολητή απλώνονται να δώσουν την διπλή ευλογία τους.
Μα δεν έχουν καιρό για χάσιμο οι αρχηγοί. Άλλοι θα πάνε να πολιορκίσουνε τα κάστρα της Μεσσηνίας, ο Πετρόμπεης και οι γεροντότεροι θα μείνουν στη Καλαμάτα για τη τάξη και να ιδρύσουν την γερουσία. Ο Δικαίος βιάζεται ν’ απλώσει τη φωτιά παντού. Κι ο στρατηγικός νους του Κολοκοτρώνη από τώρα βλέπει κατά τη Τρίπολη…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη